γράφος

  • 101ηλεκτροκαρδιογραφία — η ιατρ. η καταγραφή τής ηλεκτρικής δραστηριότητας τού μυοκαρδίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrocardiography < electro (πρβλ. ηλεκτρο *) + cardiography < cardio (πρβλ. καρδιά) + graphy (πρβλ. γραφία < γραφος < γράφω)] …

    Dictionary of Greek

  • 102ηλεκτρομυογραφία — η ιατρ. η διαδικασία τής εγγραφής με τη βοήθεια ηλεκτροδίων υπό μορφήν καμπύλης τής ηλεκτρικής δραστηριότητας τών μυϊκών ινών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. electro myography < electro (πρβλ. ηλεκτρο *) + myography < myο (πρβλ. μυς, μυός) + …

    Dictionary of Greek

  • 103ηλιογράφος — Όργανο για τη μέτρηση της πραγματικής ηλιοφάνειας. Οι η. διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: α) αυτούς που χρησιμοποιούν τη θερμαντική ισχύ της ηλιακής ακτινοβολίας και β) αυτούς που χρησιμοποιούν τη χημική δράση της ορατής και της υπεριώδους ηλιακής …

    Dictionary of Greek

  • 104ηρωογράφος — ἡρωογράφος, ον (Α) συγγραφέας ηρωικού ποιήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήρως, ωος + γράφος*] …

    Dictionary of Greek

  • 105θεατρικογράφος — ο ο συντάκτης που δημοσιεύει σε εφημερίδες ή περιοδικά θεατρικές ειδήσεις και εντυπώσεις, καθώς και μικρές κριτικές για θεατρικά έργα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεατρικός + γράφος*, κατά τα αρθρογράφος, επιφυλλιδογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην… …

    Dictionary of Greek

  • 106θερμογράφος — Όργανο για τη συνεχή καταγραφή της θερμοκρασίας του αέρα, του νερού κλπ. Το ευαίσθητο στοιχείο του μπορεί να είναι διμεταλλικό έλασμα, θερμόμετρο υγρού ή θερμόμετρο ηλεκτρικής αντίστασης. Στη μετεωρολογία χρησιμοποιείται ευρύτατα θ. με ευαίσθητο… …

    Dictionary of Greek

  • 107θερμογραφία — η 1. ιατρ. μέθοδος που επιτρέπει την ακριβή εκτίμηση τών μεταβολών τής θερμοκρασίας τού σώματος με την ανίχνευση τής εκπεμπόμενης υπέρυθρης ακτινοβολίας 2. τεχνολ. σύνολο μεθόδων οι οποίες δίνουν χαρακτηριστική εικόνα ενός σώματος με τη χρήση τής …

    Dictionary of Greek

  • 108θερμομετρογράφος — ο ο θερμογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thermometrograph < thermometer (πρβλ. θερμόμετρο) + graph, (πρβλ. γραφος). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Α. Σπαθάρη] …

    Dictionary of Greek

  • 109θεσμογράφος — θεσμογράφος, ὁ (Α) αυτός που συντάσσει νόμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + γράφος*] …

    Dictionary of Greek

  • 110θρομβοελαστικογραφία — η μέθοδος διερεύνησης τής πήξης τού αίματος και τών ιδιοτήτων τού θρόμβου που έχει σχηματιστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thrombo elastographie < thrombo (πρβλ. θρόμβος) + elasto (πρβλ. ελαστ ικός) + graphie (πρβλ. γραφιά < γράφος …

    Dictionary of Greek