γράφος
11ζωγράφος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Γιατρός που καταγόταν από τα Καλάβρυτα, αλλά εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στην Πάντοβα της Ιταλίας και μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1820, από τον μητροπολίτη Αθηνών, Διονύσιο. Κατά τη διάρκεια της …
12ζωδιογράφος — ζῳδιογράφος, ὁ (Μ) αυτός που ζωγραφίζει ζώδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζῴδιον + γράφος (< γράφω), πρβλ. γεω γράφος, πεζο γράφος] …
13ζωογράφος — ο (Α ζωογράφος, ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. 1. ο ζωογράφος α) ο ζωγράφος ζώων, αυτός που ασχολείται με τη ζωογραφία, την απεικόνιση ζώων β) ο ζωολόγος που ασχολείται ειδικά με την περιγραφή τών ζώων, με τη ζωογραφία (2) αρχ. μτγν. τ. αντί… …
14ηθογράφος — ο (AM ἠθογράφος) ο συγγραφέας που ασχολείται με την ηθογραφία, που απεικονίζει, που περιγράφει με παραστατικότητα στα έργα του τα ήθη, τους χαρακτήρες προσώπων ή ομάδων αρχ. αυτός που απεικονίζει με τη ζωγραφική το ήθος, τον χαρακτήρα, την… …
15ημίγραφος — ἡμίγραφος, ον (Α) ο μισογραμμένος, ο γραμμένος κατά το ήμισυ ή εν μέρει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + γραφος (< γράφω ή γραφή), πρβλ. αυτό γραφος, χειρό γραφος] …
16θαλασσογράφος — ο (Μ θαλασσογράφος) νεοελλ. ζωγράφος που ασχολείται με τη θαλασσογραφία μσν. αυτός που ασχολείται με την περιγραφή τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσο * + γράφος < γράφω (πρβλ. αγιο γράφος, γεω γράφος)] …
17θανατογράφος — ο λαβίδα με οδοντωτά χείλη που χρησιμοποιείται για την πιστοποίηση τού θανάτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + γράφος (< γράφω), πρβλ. ζω γράφος, σεισμο γράφος] …
18θεματογράφος — ο 1. αυτός που γράφει θέματα 2. ειρων. επιδεικτικός ή άτεχνος αρθρογράφος ή συγγραφέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμα + γραφος (< γράφω) πρβλ. λεξικο γράφος παντο γράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδαμάντιο Κοραή] …
19θεόγραφος — θεόγραφος, ον (AM) ο γραμμένος ή ζωγραφισμένος από τον θεό, ο θεόγραπτος. επίρρ... θεογράφως (Μ) σαν να τό είχε γράψει ο ίδιος ο θεός («τό Σεπτόν Σύμβολον oἱ σεπτοὶ πατέρες θεογράφως διεχάραξαν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + γραφος (< γράφω), πρβλ.… …
20ιδιόγραφος — η, ο (ΑΜ ιδιόγραφος, ον) 1. αυτός που γράφηκε ιδιοχείρως από κάποιον, ο αυτόγραφος («ιδιόγραφη διαθήκη») 2. το ουδ. ως ουσ. το ιδιόγραφο(ν) το αυτόγραφο μσν. αρχ. 1. αυτός που γράφηκε ειδικά για κάποιον ή για κάτι («ψαλμός ἰδιόγραφος εἰς Δαυΐδ»,… …