-
1 γράμμα
[грамма] ουσ. о. буква, письмо.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γράμμα
-
2 Т, т (те/][/*] δέκατο ένατο γράμμα του ρωσικού αλφαβήτου
[ταμπάκ] ουσ. α καπνόςРусско-греческий новый словарь > Т, т (те/][/*] δέκατο ένατο γράμμα του ρωσικού αλφαβήτου
-
3 Т, т (те][/*] δέκατο ένατο γράμμα του ρωσικού αλφαβήτου
[ταμπάκ] ουσ α καπνόςРусско-эллинский словарь > Т, т (те][/*] δέκατο ένατο γράμμα του ρωσικού αλφαβήτου
-
4 буква
-ы θ.1. γράμμα (αλφαβήτου)•строчная буква το μικρό γράμμα•
прописная, заглавная -το κεφαλαίο γράμμα•
начальная буква το αρχικό γράμμα.
2. το τυπικό•переводчик должен передавать дух, а не -у ο μεταφραστής πρέπει να αποδίδει το πνεύμα (νόημα) και να μη μεταφράζει κατά γράμμα.
εκφρ.буква в -у – κατά γράμμα (ακριβώς)•быть, оставаться мертвой -ой – είμαι, μένω νεκρό γράμμα (χωρίς πρακτική εφαρμογή), λέγεται για νόμο, απόφαση. -
5 дойти
-
6 буква
букваж τό γράμμα/ τό στοιχεῖο[ν] (шрифта):прописная \буква τό κεφαλαίο γράμμα; строчная \буква τό μικρό γράμμα; ◊ \буква закона τό γράμμα τοῦ νόμου. -
7 письмо
1. (умение, навыки писать, а также само написание) η γραφή, το γράψιμο 2. (система графических знаков, употребляемых для писания) η γραφήиероглифическое - см. идеографическое -пиктографическое - см. пиктографияслоговое - см. силлабическое -3. (почтовое отправление) το γράμμα, η επιστολήсрочное - επείγων - 4 (официальный документ) η επιστολ/ή, το γράμμαотправить - στέλνω/αποστέλλω την -подлинник - а см. оригинал - а подписать - υπογράφω την -посылать - στέλνω/αποστέλλω την --подтверждающее фрахтование -, η οποία επιβεβαιώνει την ναύλωσηсопроводительное - το συνοδευτικό γράμμα 5 (стиль манера художественного изображения) η τεχνοτροπία, το στυλРусско-греческий словарь научных и технических терминов > письмо
-
8 письмо
письм||ос1. ἡ ἐπιστολή, τό γράμμα:заказное \письмо τό συστημένο γράμμα, ἐπιστολή, ἐπί συστάσει· ценное \письмо ἡ συστημένη ἐπιστολή· послать \письмо до востребования στέλνω τό γράμμα ποστρεστάν2. (умение писать) ἡ γραφή, τό γράψιμο[ν]:искусство \письмоί ἡ γραφή. -
9 грамота
-ы θ.1. γράμματα (γραφή κ. ανάγνωση)•учиться -е μαθαίνω γράμματα (να γράφω κ. να διαβάζω).
|| στοιχειώδεις γνώσεις.2. γράμμα•почетная грамота τιμητικό γράμμα•
похвальная грамота γραπτός έπαινος.
|| δίπλωμα (τίτλος)•дворянская грамота δίπλωμα ευγενείας•
жалованная грамота έγγραφο περιβολής με εξουσία ή με αξίωμα•
верительные -ы τα διαπιστευτήρια•
отзывные -ы εύφημη γραπτή μνεία•
судная грамота δικαστικό έγγραφο, δικόγραφο•
ратификационная -επικυρωμένο έγγραφο•
купчая грамота πράξη αγοραπωλησίας•
государева грамота απόφανση του άνακτα.
3. παλ. επιστολή, γράμμα.εκφρ.филькина - – κουρελόχαρτο, παλιόχαρτο, όλο ανορθογραφίες. -
10 письмо
-а, πλθ. письма-сем, -сьмам ουδ.1. γραφή, γράψιμο•искусство -а η τέχνη της γραφής•
различные способы -а διάφοροι τρόποι γραφής•
готическое письмо γοτθική γραφή•
арабское письмо αραβική γραφή.
|| γράμματα, χαρακτήρας•чткое письмо ευανάγνωστα (καθαρά) γράμματα•
крупное письмо μεγάλα γράμματα•
неразборчивое письмо δυσανάγνωστα γράμματα.
2. επιστολή•заказное письмо συστημένο γράμμα•
закрытое письмо κλειστό γράμμα•
открытое письмо ανοιχτό γράμμα.
|| απόδειξη γραπτή•замное — χρεωστική απόδειξη.
3. λογοτεχνικό στυλ (ύφος). -
11 а
а союз 1) противит. και, αλλά, όμως, μα; я его зову, а он не отвечает τον φωνάζω, μα αυτός δεν απαντά 2) присоед. και; я написал письмо, а затем... έγραψα το γράμμα και ύστερα...◇ а именно δηλαδή* * *союз1) противит. και, αλλά, όμως, μαя его́ зову́, а он не отвеча́ет —τον φωνάζω, μα αυτός δεν απαντά
2) присоед. καιя написа́л письмо́, а зате́м… — έγραψα το γράμμα και ύστερα…
••а и́менно — δηλαδή
-
12 буква
-
13 она
она (н)её, (н)ей. (н)ею, о ней) αυτή· она там будет αυτή θα είναι εκεί· её не было дома δεν ήτανε σπίτι· мы уедем без неё θα φύγουμε χωρίς αυτή· я ей напишу θα της γράψω γράμμα* мы обратимся к ней θα απευθυνόμαστε σ' αυτή· я хочу её видеть θέλω να την βλέπω· перевод сделан ею αυτή έκανε τη μετάφραση* вы с ней незнакомы? την γνωρίζετε; я говорил о ней μιλούσα γι* αυτή* * *((н)её, (н)ей, (н)ею, о ней)она́ там бу́дет — αυτή θα είναι εκεί
её не́ было до́ма — δεν ήτανε σπίτι
мы уе́дем без неё — θα φύγουμε χωρίς αυτή
я ей напишу́ — θα της γράψω γράμμα
мы обрати́мся к ней — θα απευθυνόμαστε σ'αυτή
я хочу́ её ви́деть — θέλω να την βλέπω
перево́д сде́лан е́ю — αυτή έκανε τη μετάφραση
я говори́л о ней — μιλούσα γι'αυτή
-
14 они
они (н)их, (н)им, (н)ими, о них) αυτοί, αυτές, αυτά· они там ' будут ( αυτοί) θα είναι εκεί· это сделали мы. а не они το κάναμε εμείς και όχι εκείνοι· их не было дома έλειπαν, δεν ήτανε σπίτι* мы были у них ήμαστε σ' αυτούς* я им напишу θα τους γράψω γράμμα* пойдём к ним πάμε σ' αυτούς, πάμε να τους δούμε· перевод сделан ими τη μετάφραση την κάνανε αυτοί* пойдём с ними πάμε μαζί τους, πάμε μ' αυτούς; я узнал о них много интересного έμαθα πολλά ενδιαφέροντα γι' αυτούς* * *((н)их, (н)им, (н)ими, о них)αυτοί, αυτές, αυτάони́ там бу́дут — (αυτοί) θα είναι εκεί
э́то сде́лали мы, а не они́ — το κάναμε εμείς και όχι εκείνοι
их не́ было до́ма — έλειπαν, δεν ήτανε σπίτι
мы бы́ли у них — ήμαστε σ'αυτούς
я им напишу́ — θα τους γράψω γράμμα
пойдём к ним — πάμε σ'αυτούς, πάμε να τους δούμε
перево́д сде́лан и́ми — τη μετάφραση την κάνανε αυτοί
пойдём с ни́ми — πάμε μαζί τους, πάμε μ'αυτούς
я узна́л о них мно́го интере́сного — έμαθα πολλά ενδιαφέροντα γι'αυτούς
-
15 опустить
опустить κατεβάζω, χαμηλώνω· \опустить письмо ρίχνω το γράμμα· \опустить занавес κλείνω την αυλαία \опуститься 1) (спуститься) κατεβαίνω 2) (приземлиться) προσγειώνομαι 3) перен. ξεπέφτω, καταντώ* * *κατεβάζω, χαμηλώνωопусти́ть письмо́ — ρίχνω το γράμμα
опусти́ть за́навес — κλείνω την αυλαία
-
16 от
I от (ото) 1) β рази. знач. από* εξαιτίας· я получилписьмо от родных έλαβα γράμμα από τους δικούς μου·это от меня не зависит αυτό δεν εξαρτάται από μένα· кто сидит справа (слева) от вас? ποιος κάθεται στα δεξιά (στ* αριστερά) σας; я в восторге от картины είμαι ενθουσιασμένος από τον πίνακα 2) (при обознач. средства против чего-л.) για· дайте мне что-нибудь от головной боли δώστε μου κάτι για τον κεφαλόπονο ◇ от всего сердца με όλη μου την καρδιά· от всей души μ' όλη μου την ψυχή II от новый) νέος· μοντέρνος \отая история η ιστορία των νέων χρόνων* * *1) в разн. знач. από; εξαιτίαςя получи́л письмо́ от родны́х — έλαβα γράμμα από τους δικούς μου
э́то от меня́ не зави́сит — αυτό δεν εξαρτάται από μένα
кто сиди́т спра́ва (сле́ва) от вас? — ποιος κάθεται στα δεξιά (στ’ αριστερά) σας
я в восто́рге от карти́ны — είμαι ενθουσιασμένος από τον πίνακα
2) (при обознач. средства против чего-л.) γιαда́йте мне что́-нибудь от головно́й боли — δώστε μου κάτι για τον κεφαλόπονο
••от всего́ се́рдца — με όλη μου την καρδιά
от всей души́ — μ'ολη μου την ψυχή
-
17 писать
писать 1) γράφω· \писать письмо γράφω γράμμα 2) (в газетах, журналах} δημοσιογραφώ· в газетах пишут, что...οι εφημερίδες γράφουν.ότι...3) (картину) ζωγραφίζω \писаться: как пишется это слово? Πώς γράφεται αυτή η λέξη; пистолет м το πιστόλι, το περίστροφο* * *1) γράφωписа́ть письмо́ — γράφω γράμμα
2) (в газетах, журналах) δημοσιογραφώв газе́тах пи́шут, что… — οι εφημερίδες γράφουν ότι...
3) ( картину) ζωγραφίζω -
18 письменный
письменный 1) γραπτός, γραφτός· \письменный экзамен τα γραφτά, οι γραφτές εξετάσεις 2);\письменный стол το γραφείο· \письменныйые принадлежности τα γραφικά είδη письмо с το γράμμα, η επιστολή· заказное \письменный η συστημένη επιστολή· ценное \письменный το γράμμα αξίας* * *1) γραπτός, γραφτόςпи́сьменный экза́мен — τα γραφτά, οι γραφτές εξετάσεις
2)пи́сьменный стол — το γραφείο
пи́сьменные принадле́жности — τα γραφικά είδη
-
19 письмо
сτο γράμμα, η επιστολήзаказно́е письмо́ — η συστημένη επιστολή
це́нное письмо́ — το γράμμα αξίας
-
20 получать
См. также в других словарях:
γραμμά — γραμμά̱ , γραμμή stroke fem nom/voc/acc dual γραμμά̱ , γραμμή stroke fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γράμμα — that which is drawn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γράμμα — το (AM γράμμα) [γράφω] Ι. 1. οτιδήποτε έχει γραφεί 2. σύμβολο τού αλφαβήτου 3. επιστολή 4. ανάγνωση διάβασμα II. στον πληθ. γράμματα, τα 1. η γραφή 2. η μόρφωση, η παιδεία 3. (τα Ιερά) Γράμματα η Αγία Γραφή 4. ο Δεκάλογος 5. κατάστιχο 6. φρ.… … Dictionary of Greek
γράμμα — το 1. γραπτό σύμβολο κάθε φθόγγου μιας γλώσσας: Τα γράμματα του αλφάβητου. 2. ο φθόγγος που παριστάνεται με γραπτό σύμβολο. 3. επιστολή: Ο ταχυδρόμος μού έφερε ένα γράμμα. 4. στον πληθ., γράμματα η μόρφωση: Δεν του άρεσαν τα γράμματα, γι’ αυτό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γραμμᾷ — γραμμή stroke fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἥνικα Πυθαγόρης τὸ περικλεὲς εὕρατο γράμμα κεῖν’, ἐφ’ ὅτῳ κλείνην ἤγαγε βουθυσίην. — (παλαιὸς λόγος). См. Гекатомба … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
σιγίλιο — Γράμμα που γραφόταν σε μεμβράνη και υπογραφόταν από τον πατριάρχη και τα μέλη της πατριαρχικής συνόδου. Λεγόταν και σιγιλιώδες γράμμα. Σφραγιζόταν με μολυβδένια βούλα που στο ένα μέρος της έδειχνε την Παναγία να κρατάει στα χέρια της το μικρό… … Dictionary of Greek
γράμμ' — γράμμα , γράμμα that which is drawn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμμάν — γραμμά̱ν , γραμμή stroke fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμμάς — γραμμά̱ς , γραμμή stroke fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμμάτοιν — γράμμα that which is drawn neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)