γοῦν'
51επιγουνίς — ἐπιγουνίς, η (Α) 1. μυς τού μηρού πάνω από το γόνατο 2. επιγονατίδα 3. γόνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γουν ίς (< γούνυ, ιων. παράλλ. τ. τού γόνυ)] …
52εύληπτος — η, ο (ΑΜ εὔληπτος, ον) 1. αυτός που κατανοείται εύκολα, ο ευνόητος 2. (για ποτά, φάρμακα κ.λπ.) αυτός που λαμβάνεται εύκολα, ο εύποτος, ο καλόπιστος (α. «οὐδ εὔληπτον εῑναι τὸ ὕδωρ», Ιώσ. β. «εύληπτα φάρμακα») νεοελλ. αυτός που συλλαμβάνεται… …
53καθέψω — (Α) 1. βράζω κάτι καλά 2. παθ. καθέψομαι (για φυτά) ξεραίνομαι από τον ήλιο 3. (για πρόσ.) υφίσταμαι έντονη την επίδραση τής ηλιακής θερμότητας 4. καταπραΰνω, ησυχάζω κάτι 5. κωμ. χωνεύω («ταχύ γοῡν καθέψας τἀργύριον», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …
54καταγωνίζομαι — (Α) 1. αγωνίζομαι εναντίον κάποιου 2. αντιμάχομαι, καταπολεμώ («πάντων γοῡν αὐτὴν καταγωνιζομένων τὴν ἀλήθειαν καὶ τῶν πιθανοτήτων μετὰ τοῡ ψεύδους ταττομένων», Πολ.) 3. νικώ κάποιον 4. κερδίζω κάτι με αγώνα («οἱ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο… …
55καταλαμβάνω — (AM καταλαμβάνω) 1. γίνομαι κύριος ενός πράγματος με βίαιο τρόπο, κατακτώ (α. «ο στρατός κατέλαβε καίριες θέσεις» β. «κατέλαβε τὴν ἀκρόπολιν», Θουκ.) 2. παίρνω κάτι στην κυριότητά μου, εξουσιάζω (α. «κατέλαβε την καρδιά της» β. «κατέλαβον τὴν τοῡ …
56κοντογούνι — το κοντό γούνινο ή από μηλωτή παλτό που φτάνει ώς τη μέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + γούν α + κατάλ. ι] …
57κουριώ — κουριῶ, άω (Α) 1. έχω ανάγκη από κούρεμα (α. «ὁ γοῡν πώγων μάλα τραγικὸς ἦν ἐς ὑπερβολὴν κουριῶν», Λουκιαν. β. «ἐν χρῷ κουριᾱν», Φερεκρ.) 2. έχω απεριποίητα, ατημέλητα μαλλιά ή γένεια («ὁ κουριῶν τὸ γένειον», Αλκίφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κουρά +… …
58κραμβίς — κραμβίς, ίδος, ἡ (Α) η κάμπια τής κράμβης («τίκτεται καὶ ἐν τῆ κράμβη σκωλήκων γένος... καλεῑται γοῡν κραμβίς», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κράμβη + κατάλ. ις (πρβλ. στρατηγ ίς, φοινικ ίς)] …
59κυδοιδοπώ — κυδοιδοπῶ, άω (Α) εγείρω ταραχή («ἐψόφει γοῡν ἔνδον οὐκ οἶδ ἄττα κἀκυδοιδόπα», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το κυδάζω και εμφανίζει επίθημα δοπῶ, το οποίο είναι άγνωστης προελεύσεως (πρβλ. και εχθο δοπώ) …
60μυσταγωγώ — (ΑΜ μυσταγωγῶ έω) [μυσταγωγός] 1. εισάγω, μυώ κάποιον στα μυστήρια, κατηχώ 2. τελώ τη θεία μυσταγωγία, τη θεία λειτουργία, ιερουργώ αρχ. 1. τελώ ιεροτελεστίες 2. μτφ. οδηγώ, καθοδηγώ («ὁ γοῡν ἡμέτερος ξένος, ἀνήρ τῶν ἐντίμων, αὐτόθι μυσταγωγῶν,… …