γούνατα

  • 1γούνατα — γόνυ knee neut acc pl (epic ionic) γόνυ knee neut nom pl (epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2γούναθ' — γούνατα , γόνυ knee neut acc pl (epic ionic) γούνατα , γόνυ knee neut nom pl (epic ionic) γούνατι , γόνυ knee neut dat sg (epic ionic) γούνατε , γόνυ knee neut acc dual (epic ionic) γούνατε , γόνυ knee neut nom dual (epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3γούνατ' — γούνατα , γόνυ knee neut acc pl (epic ionic) γούνατα , γόνυ knee neut nom pl (epic ionic) γούνατι , γόνυ knee neut dat sg (epic ionic) γούνατε , γόνυ knee neut acc dual (epic ionic) γούνατε , γόνυ knee neut nom dual (epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4SIRIUS — I. SIRIUS Thebanorum in Aegypto Regum, iuxta Eratosthenem, undecimus, dictus quasi γ῾ιὸς κόῤῤης, Silius genae; alias Α᾿βάσκαντος, cui nemo invidet: excepit Anoyphen, regnavit ann. 18. ac successorem habuit Chnubum Gneurum, vide Ioh. Marshamum Can …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 5γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη …

    Dictionary of Greek

  • 6λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… …

    Dictionary of Greek

  • 7υπερικταίνομαι — Α (επικ. τ.) κινούμαι με υπερβολική ταχύτητα («γούνατα δ ἐρρώσαντο, πόδες δ ὑπερικταίνοντο», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. απαντά σε χωρίο τής Οδύσσειας και ερμηνεύεται από τους μελετητές με διάφορους τρόπους. Κατά μία άποψη, το ρ. είναι σύνθ. από το… …

    Dictionary of Greek