-
1 пороситься
порос||и́тьсянесов τίκτω, γεννώ (γιά τή γουρούνα). -
2 свинья
свинь||яж ὁ χοίρος, τό γουροῦνι/ ἡ γουρούνα (самка\ ◊ подложить \свиньяю кому-л. разг σκάζω μιά βρωμοδουλειά. -
3 супоросая
супоросаяприл:\супоросая свинья ἡ ἐγγα-στρωμένη γουρούνα -
4 свиноматка
-и θ.γουρούνα (για αναπαραγωγή). -
5 супоросная
-снаκυοφόρος θηλυκός χοίρος, γουρούνα γκαστρωμένη. -
6 чушка
-и θ.1. (απλ.) γουρουνάκι.2. πλθ. чушкаи (παιδικό παιγνίδι) η γουρούνα.3. κομμάτι χυτού μετάλλου.
См. также в других словарях:
γουρούνα — η 1. θηλυκός χοίρος 2. γυναίκα λαίμαργη ή βρόμικη 3. παιχνίδι κατά το οποίο προσπαθούν να βάλουν κομμάτι ξύλου ή σφαιρικό αντικείμενο μέσα σε λάκκο ανοιγμένο στο κέντρο κύκλου … Dictionary of Greek
γουρούνα — η 1. το θηλυκό γουρούνι, η σκρόφα. 2. μτφ., χοντρή ή λαίμαργη ή αναίσθητη γυναίκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδηφαγία — Θεά της πολυφαγίας στην αρχαία Σικελία, όπου υπήρχε και ναός της. Η Α. ήταν μια γυναίκα με μεγάλη κοιλιά, που πλησίαζε το ένα χέρι γεμάτο φαγητά προς το στόμα, ενώ ταυτόχρονα άπλωνε το άλλο χέρι για να πάρει κι άλλα. Κοντά της στεκόταν συνήθως… … Dictionary of Greek
γρομφάς — ( άδος) και γρόμφις ( ιος), η (Α) η γουρούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για εκφραστικούς μεταρρηματικούς τύπους] … Dictionary of Greek
κάπραινα — η (Α κάπραινα) (θηλ. τού κάπρος) άγρια γουρούνα αρχ. (για γυναίκα) ακόλαστη, ασελγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάπρος + αινα (πρβλ. λέ αινα, λύκ αινα)] … Dictionary of Greek
λότα — (I) η ζωολ. γένος γαδόμορφων τελεόστεων ιχθύων τής οικογένειας γαδίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lota < νεολατ. lota < γαλλ. lotte]. (II) λότα, ἡ (Μ) θηλυκό γουρούνι, γουρούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. lutum «πηλός … Dictionary of Greek
πεταλίς — ίδος, ἡ, Α χοντρή γουρούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επί θ. πέτηλος «απλωμένος, μέγας» (πρβλ. τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. βοῦς πέτηλος). Το α τού τ. είναι πιθ. μακρό] … Dictionary of Greek
σκρόφα — η, Ν 1. μεγάλο θηλυκό γουρούνι, γουρούνα 2. ζωολ. κοινή ονομασία είδους τού ψαριού σκόρπαινα 3. μτφ. α) πόρνη, γυναίκα που ζει από την πορνεία β) συνεκδ. γυναίκα ξεπεσμένη ηθικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scrofa] … Dictionary of Greek
συάς — άδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) θηλυκός χοίρος, γουρούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος» + επίθημα άς (πρβλ. φορ άς)] … Dictionary of Greek
σύαινα — ἡ, Α 1. θηλυκός χοίρος, γουρούνα 2. είδος θαλάσσιου ψαριού, το γουρουνόψαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος» + κατάλ. αινα (πρβλ. λέ αινα, λύκ αινα)] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek