γουρούνα
1γουρούνα — η 1. θηλυκός χοίρος 2. γυναίκα λαίμαργη ή βρόμικη 3. παιχνίδι κατά το οποίο προσπαθούν να βάλουν κομμάτι ξύλου ή σφαιρικό αντικείμενο μέσα σε λάκκο ανοιγμένο στο κέντρο κύκλου …
2γουρούνα — η 1. το θηλυκό γουρούνι, η σκρόφα. 2. μτφ., χοντρή ή λαίμαργη ή αναίσθητη γυναίκα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3αδηφαγία — Θεά της πολυφαγίας στην αρχαία Σικελία, όπου υπήρχε και ναός της. Η Α. ήταν μια γυναίκα με μεγάλη κοιλιά, που πλησίαζε το ένα χέρι γεμάτο φαγητά προς το στόμα, ενώ ταυτόχρονα άπλωνε το άλλο χέρι για να πάρει κι άλλα. Κοντά της στεκόταν συνήθως… …
4γρομφάς — ( άδος) και γρόμφις ( ιος), η (Α) η γουρούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για εκφραστικούς μεταρρηματικούς τύπους] …
5κάπραινα — η (Α κάπραινα) (θηλ. τού κάπρος) άγρια γουρούνα αρχ. (για γυναίκα) ακόλαστη, ασελγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάπρος + αινα (πρβλ. λέ αινα, λύκ αινα)] …
6λότα — (I) η ζωολ. γένος γαδόμορφων τελεόστεων ιχθύων τής οικογένειας γαδίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lota < νεολατ. lota < γαλλ. lotte]. (II) λότα, ἡ (Μ) θηλυκό γουρούνι, γουρούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. lutum «πηλός …
7πεταλίς — ίδος, ἡ, Α χοντρή γουρούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επί θ. πέτηλος «απλωμένος, μέγας» (πρβλ. τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. βοῦς πέτηλος). Το α τού τ. είναι πιθ. μακρό] …
8σκρόφα — η, Ν 1. μεγάλο θηλυκό γουρούνι, γουρούνα 2. ζωολ. κοινή ονομασία είδους τού ψαριού σκόρπαινα 3. μτφ. α) πόρνη, γυναίκα που ζει από την πορνεία β) συνεκδ. γυναίκα ξεπεσμένη ηθικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scrofa] …
9συάς — άδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) θηλυκός χοίρος, γουρούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος» + επίθημα άς (πρβλ. φορ άς)] …
10σύαινα — ἡ, Α 1. θηλυκός χοίρος, γουρούνα 2. είδος θαλάσσιου ψαριού, το γουρουνόψαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος» + κατάλ. αινα (πρβλ. λέ αινα, λύκ αινα)] …
- 1
- 2