γουνοῦμαι
1γουνούμαι — γουνοῡμαι ( όομαι) (Α) [γόνυ] γουνάζομαι …
2γουνοῦμαι — γουνόομαι pres ind mp 1st sg …
3γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη …