γουατεμάλα

  • 21Μάγια — Κοινή ονομασία της ζύμης. Βλ. λ. ζυμομύκητες ή ζύμες. * * * οι λαός Ινδιάνων τής Μέσης Αμερικής που ζουν στο νότιο Μεξικό, στη Γουατεμάλα και στο βόρειο Μπελίσε, μιλούν διάφορες γλώσσες τής φερώνυμης γλωσσικής οικογένειας και είχαν αναπτύξει στο… …

    Dictionary of Greek

  • 22δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… …

    Dictionary of Greek

  • 23δασός — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… …

    Dictionary of Greek

  • 24ηφαίστειο — Στην πιο απλή του έκφραση, το η. είναι μια σχισμή του φλοιού της Γης που επικοινωνεί με μια βαθιά μαγματική ζώνη. Υπό ορισμένες συνθήκες η σχισμή αυτή επιτρέπει την έξοδο ρευστού ή στερεού υλικού υψηλής θερμοκρασίας. Συνήθως ένα μέρος του υλικού… …

    Dictionary of Greek

  • 25θρησκεία — Έννοια η οποία αναφέρεται σε μια σειρά αφενός νοητικών στοιχείων (δοξασιών), που σχετίζονται με την πίστη στο θείο και προϋποθέτουν αυθόρμητη αποδοχή, δηλαδή δεν είναι θεωρητικής ή επιστημονικής τάξης, αφετέρου σε μια σειρά θεσμών και πρακτικών… …

    Dictionary of Greek

  • 26μεσοαμερικανικός — ή, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μέση Αμερική, δηλ. την περιοχή τής αμερικανικής ηπείρου που περιλαμβάνει το νότιο Μεξικό, τη Γουατεμάλα, το Μπελίσε, το Σαλβαδόρ, τη δυτική Ονδούρα, τη Νικαράγουα και την Κόστα Ρίκα (α. «μεσοαμερικανές… …

    Dictionary of Greek

  • 27ξιμενία — (ximenia). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των ολακακιδών με 5 είδη, που ζουν στα τροπικά και παρατροπικά κλίματα. Είναι δεντρύλλιο ή θάμνος με αγκαθωτές διακλαδώσεις και φύλλα επαλλάσσοντα, συνήθως κατά δέσμες. Έχει κίτρινα άνθη, μικρό κάλυκα… …

    Dictionary of Greek

  • 28Αναχουάκ — Ονομασία του Μεξικού, πριν από την κατάληψή του από τους Ισπανούς. Σημαίνει η χώρα που βρίσκεται κοντά στα νερά και ήταν κυρίως η ονομασία του μεγάλου οροπεδίου, ύψους 2.000 μ., που βρίσκεται στο κέντρο του Μεξικού. Υπήρχαν τρία Α.: Το κυρίως Α …

    Dictionary of Greek

  • 29Βαλντέκ, Ζαν-Φρεντερίκ — (Jean Frederic Waldek, Αυστρία 1766 – 1875). Γάλλος περιηγητής και ζωγράφος. Σε νεαρή ηλικία περιηγήθηκε μεγάλο μέρος της Αφρικής και έφτασε έως το ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας. Αργότερα εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου σπούδασε ζωγραφική. Πήρε… …

    Dictionary of Greek

  • 30ιαδεΐτης — Ορυκτό της ομάδας των πυροξένων, μεταπυριτικό άλας του αργιλίου και του νατρίου με χημικό τύπο NaAl(Si2O6). Ανήκει στο μονοκλινές σύστημα. Ο ι. αποτελείται από μικροσκοπικούς κρυστάλλους οι οποίοι είναι αλληλένδετοι μεταξύ τους. Το χρώμα του… …

    Dictionary of Greek