γοργώ

  • 51Горгоны — У этого термина существуют и другие значения, см. Горгона. Горгоны (греч …

    Википедия

  • 52Gorgianus, S. — S. Gorgianus, (22. Febr.), ein Martyrer, welcher zu Nikomedia in Bithynien mit mehreren Andern litt. S. im II. Bande S. 136 S. Euterius. (III. 289.) [Der Name stammt vom Griech. γοργός = torvus, fürchterlich, woher γοργώ γωργών = lat. Furia, d. i …

    Vollständiges Heiligen-Lexikon

  • 53Gorgo — GORGO, us, Gr. Γοργὼ, όος, contr. οῦς, sieh hernach Gorgŏne …

    Gründliches mythologisches Lexikon

  • 54Gorgone — GORGŎNE, es, Gr. Γοργονη, ης, oder wie solcher Namen auch ausgesprochen wird. Gorgo, ûs. Gr. Γοργὼ, οῦς, ist bey den Cyrenern so viel, als die Pallas, welcher Phorcyn eine Statüe von Golde vier Ellen hoch aufrichtete, die aber Perseus nachher… …

    Gründliches mythologisches Lexikon

  • 55Gorgo (Sparta) — Gorgo (griech. Γοργώ) war Tochter, Ehefrau und Mutter spartanischer Könige an der Wende vom 6. zum 5. Jahrhundert v. Chr. Sie war das einzige Kind des Königs Kleomenes I. aus dem Haus der Agiaden, ihre Mutter ist unbekannt. Nach der Überlieferung …

    Deutsch Wikipedia

  • 56Горгона (значения) — Горгона (греч. Γοργώ, Γοργών, итал. Gorgona ) многозначный термин. Горгоны в древнегреческой мифологии змееголовые чудовища, дочери морского божества Форкия (Форкиса) и его сестры Кето. Горгона (остров) остров в Средиземном море, входит в состав… …

    Википедия

  • 57Γόργειος — Γόργειος, εία και είη, είον (Α) [Γοργώ] 1. αυτός που ανήκει στη Γοργόνα, στη Μέδουσα («Γοργείη κεφαλή») 2. το ουδ. ως ουσ. το Γόργειον το κεφάλι τής Μέδουσας …

    Dictionary of Greek

  • 58Πυθών — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος αγγειοπλάστης της αρχαιότητας, που έζησε στον 6o – 5o αι. π.Χ. Διατηρούσε δικό του εργαστήρι, όπου φιλοτέχνησε ερυθρόμορφα αγγεία του αυστηρού ρυθμού. Από τα έργα του σώζονται τέσσερα κύπελλα (κύαθοι),… …

    Dictionary of Greek

  • 59Πύθων — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος αγγειοπλάστης της αρχαιότητας, που έζησε στον 6o – 5o αι. π.Χ. Διατηρούσε δικό του εργαστήρι, όπου φιλοτέχνησε ερυθρόμορφα αγγεία του αυστηρού ρυθμού. Από τα έργα του σώζονται τέσσερα κύπελλα (κύαθοι),… …

    Dictionary of Greek

  • 60γοργονεία — γοργονεία, η (Α) το κοράλλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γοργον , τού πληθ. Γοργόνες (βλ. λ. Γοργώ) απ όπου και αιτ. ενικ. Γοργόνα και ον. Γοργών. Η ονομασία τού κοραλλιού προήλθε πιθ. από τη μορφή του, που μοιάζει με το κεφάλι τής Γοργόνας, τής Μέδουσας] …

    Dictionary of Greek