γοργώ

  • 21γοργόνα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται και με το όνομα Γοργώ. Στην ελληνική μυθολογία, η Γοργώ είναι το φοβερό, δαιμονικό τέρας, η κόρη της Γαίας. Στην παλαιότερη εκδοχή του μύθου αναφέρεται ότι κατά τη Γιγαντομαχία, η Γαία, για να βοηθήσει τους γιους… …

    Dictionary of Greek

  • 22Γοργόν' — Γοργόνᾱͅ , Γοργόνη fem dat sg (doric aeolic) Γοργόνα , Γοργώ the Gorgon fem acc sg Γοργόνι , Γοργώ the Gorgon fem dat sg Γοργόνε , Γοργώ the Gorgon fem nom/voc/acc dual …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 23Γόργως — Γόργος masc acc pl (doric) Γόργω fem acc pl Γόργω fem nom/voc pl (doric aeolic) Γόργω fem gen sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 24γοργόνη — η (Α Γοργόνη, Μ γοργόνη) μσν. νεοελλ. η γοργόνα αρχ. βλ. Γοργώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γοργον τού πληθ. Γοργόνες (βλ. λ. Γοργώ), απ όπου και αιτ. ενικ. Γοργόνα και ον. Γοργών] …

    Dictionary of Greek

  • 25γοργός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Αριστομένη, ήρωα των Μεσσηvίων (7ος αι. π.Χ.). Σε ηλικία 18 ετών, νυμφεύτηκε τη νέα που είχε βοηθήσει τον πατέρα του vα αποδράσει από την αιχμαλωσία. Διακρίθηκε για τη γενναιότητά του στην άμυνα της Είρας.… …

    Dictionary of Greek

  • 26μορμώ — Τέρας της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, φόβητρο των μικρών παιδιών. Στην παράδοση είναι επίσης γνωστή ως Λάμια (βλ. λ.) ή Έμπουσα (βλ. λ.). Από το όνομά της Μ. προήλθε και το μορμολύκειο, προσωπίδα που τη χρησιμοποιούσαν στην αρχαία Ελλάδα για να …

    Dictionary of Greek

  • 27Μουσείο, Αρχαιολογικό Κέρκυρας — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Κέρκυρας εγκαινιάστηκε το 1967, σ’ ένα όμορφο κτίριο της πόλης, το οποίο χτίστηκε μεταξύ του 1962 και 1965 (Βράιλα 1). Στεγάζει τα αντιπροσωπευτικότερα ευρήματα των ανασκαφών στο νησί των Φαιάκων. Στα μέσα της… …

    Dictionary of Greek

  • 28Γοργῶν — Γόργη fem gen pl Γόργω fem gen pl Γοργώ the Gorgon fem gen pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 29гроза — укр. гроза, ст. слав. гроза φρίκη (Клоц.), болг. гроза, сербохорв. гро̀за трепет, ужас , словен. groza, чеш. hrůza, слвц. hrôza, польск. groza, в. луж. hroza. Сюда же грозить, грожу, ст. слав. грозити и т. д. Родственно лит. gražoju, gražoti… …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 30Gorgon — This article is about the Greek mythological monster. For other uses, see Gorgon (disambiguation). Topics in Greek mythology Gods Primordial gods and Titans Zeus and the Olympians Pan and the nymphs Apollo and Dionysus Sea gods and Earth gods… …

    Wikipedia