γονυ-κλισία

  • 1κεφαλοκλισία — κεφαλοκλισία, ἡ (Μ) η κλίση τής κεφαλής στην εκκλησία όταν ο ιερέας διαβάζει μυστικά προσευχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + κλισία (< κλίσις < κλίνω «ρέπω»), πρβλ. γονυ κλισία] …

    Dictionary of Greek

  • 2κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …

    Dictionary of Greek