γονος

  • 91κηρογονία — κηρογονία, ἡ (Α) ο σχηματισμός κηρήθρας («μέλισσαι περὶ τὸν τῆς κηρογονίας καιρόν», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + γονία (< γονώ < γόνος < γόνος), πρβλ. θεο γονία, κοσμογονία] …

    Dictionary of Greek

  • 92κοινογονία — κοινογονία, ἡ (Α) η γονιμοποίηση με μίξη δύο διαφορετικών ειδών, όπως τού αλόγου και τού γαϊδάρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + γονία (< γονος < γόνος), πρβλ. αγαθο γονία, αρχαιο γονία] …

    Dictionary of Greek

  • 93λοιμογόνος — ο 1. (για μικρόβιο) αυτός που προκαλεί λοίμωξη 2. φρ. «λοιμογόνος δύναμη» ιατρ. η ικανότητα ενός παθογόνου μικροβίου να εισδύει σε υγιείς ιστούς, να πολλαπλασιάζεται εκεί και με την τοξικότητά του να προκαλεί βλάβες στον ξενιστή οργανισμό.… …

    Dictionary of Greek

  • 94νεόγονος — νεόγονος, ον (Μ) ο νεογέννητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + γόνος (< γίγνομαι), πρβλ. πρωτό γονος] …

    Dictionary of Greek

  • 95νοσογόνος — ο θηλ. και α αυτός που προξενεί νόσο («νοσογόνα μικρόβια»). [ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + γόνος (< γίγνομαι), πρβλ. καπνο γόνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …

    Dictionary of Greek

  • 96ομογονία — η η ιδιότητα φυτού να έχει τής ίδιας κατηγοριας άνθη με αρσενικά και θηλυκά όργανα ίσου μήκους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. homogony < ομ(ο) * + γονία (< γονος < γόνος)] …

    Dictionary of Greek

  • 97ομοιογονία — ὁμοιογονία, ἡ (Α) γέννηση όμοιων απογόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + γονία (< γονος < γόνος < γίγνομαι), πρβλ. κακο γονία] …

    Dictionary of Greek

  • 98ονειρόγονος — ὀνειρόγονος, ov (Α) αυτός που συνοδεύεται από ονείρωξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + γόνος (< γίγνομαι), πρβλ. ορεσσί γονος] …

    Dictionary of Greek

  • 99ορίγονος — ὀρίγονος, ον (Α) (κυρίως για φυτά) αυτός που φύεται στα όρη, στα βουνά, ορειγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ορι (βλ. λ. όρος [II]) + γόνος (< γόνος < γίγνομαι)] …

    Dictionary of Greek

  • 100ορεογόνος — ο ορογενετικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορεο (βλ. λ. όρος [II]) + γόνος (< γόνος < γίγνομαι)] …

    Dictionary of Greek