γονος

  • 81χρυσόγονος — ον, Α 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ χρυσόγονον (κατά τον Διοσκ.) το φυτό λεοντική 2. φρ. «χρυσόγονος γενεά» οι Πέρσες, οι οποίοι ονομάστηκαν έτσι, επειδή κατάγονταν από τον Περσέα, τον οποίο συνέλαβε η Δανάη από τον Δία, όταν αυτός τήν πλησίασε… …

    Dictionary of Greek

  • 82χυμογόνος — α, ο, θηλ. και ος, Ν αυτός που παράγει χυμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυμός + γόνος (< γόνος), πρβλ. καρκινο γόνος] …

    Dictionary of Greek

  • 83ψυχογόνος — ον, Α αυτός που γεννά ψυχή («ἡ γὰρ δεκάς ἐστι ψυχογόνος», Ερμ. Τρισμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. ζωο γόνος] …

    Dictionary of Greek

  • 84γίννος — και γιννός, ο (Α γίννος και γῑνος). νεοελλ. γόνος αρσενικού ίππου και θηλυκής όνου αρχ. 1. υποτιθέμενος γόνος ημιόνου και θηλυκής όνου 2. μικρόσωμος ημίονος. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολογίας. Πιθανόν να συνδέεται με τον μεταγενέστερο… …

    Dictionary of Greek

  • 85γηρυγόνη — γηρυγόνη, η (Α) γεννημένη από τη φωνή, η ηχώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γήρυς «φωνή, λαλιά, λόγος» + γόνος < γόνος] …

    Dictionary of Greek

  • 86γονίδι — το [γόνος] 1. σμήνος από νεαρές μέλισσες, σμάρι 2. γόνος ψαριών …

    Dictionary of Greek

  • 87δεκαγονία — δεκαγονία, η (Α) η δέκατη γενιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + γονία < γονος < γόνος] …

    Dictionary of Greek

  • 88ετερόγονος — η, ο (Μ ἑτερόγονος, ον) νεοελλ. 1. (για ζώα) αυτός που γεννήθηκε από γονείς διαφορετικού είδους, όπως ο ημίονος 2. (για άνθη) αυτός που διαφέρει από το είδος από το οποίο προήλθε μσν. ετερογενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + γόνος, πρβλ. εύ γονος] …

    Dictionary of Greek

  • 89θηλυγόνος — ο (Α θηλυγόνος, ον) 1. αυτός που γεννά τέκνα θηλυκού γένους 2. (θοτ.) το ουδ. ως ουσ. το θηλυγόνο(ν) φυτό για το οποίο πίστευαν ότι συνεργούσε σε θηλυγονία, η θήλεια λινόζωστις, κν. σήμερα ξυγκάκι ή ξυγκόχορτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + γόνος (<… …

    Dictionary of Greek

  • 90καρκινογόνος — ο, θηλ. και α ιατρ. αυτός που είναι ικανός να προκαλέσει κακοήθη εκφύλιση τών ζωντανών ιστών, αυτός που προκαλεί καρκίνο («καρκινογόνες ουσίες»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. carcinogenic < carcino (πρβλ. καρκίνος) + gen ic (πρβλ. γεν… …

    Dictionary of Greek