γονος

  • 61σπερμογόνος — α, ο / σπερμογόνος, ον, ΝΜΑ, και σπερματογόνος, α, ο, θηλ. και ος, Ν αυτός που παράγει σπέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα, ατος + γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. τεκνο γόνος] …

    Dictionary of Greek

  • 62σύγγονος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. εκ γενετής, σύμφυτος, φυσικός 2. συγγενής 3. αυτός που έχει δεσμούς εξ αίματος συγγένειας με κάποιον άλλο 4. αυτός που ανήκει σε ένα γένος 5. εγχώριος, ντόπιος 6. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ὁ και ἡ σύγγονος αδελφός, αδελφή 7.… …

    Dictionary of Greek

  • 63ταχύγονος — ον, Α αυτός που καρποφορεί γρήγορα («ταχυγονώτερα τὰ παλαιότερα σπέρματα», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. πολύ γονος] …

    Dictionary of Greek

  • 64τεκνογόνος — ον, Α αυτός που γεννά, που αποκτά παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. παιδο γόνος] …

    Dictionary of Greek

  • 65τελειογόνος — ον, Α αυτός που γεννά τέλεια τα νεογνά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος + γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. πλειστο γόνος] …

    Dictionary of Greek

  • 66τελεσσίγονος — και επικ. τ. τελεσίγονος, ον, Α 1. αυτός που γεννάει την κατάλληλη εποχή ή αυτός που παράγει ώριμους καρπούς 2. ο εντελώς ώριμος («τελεσσίγονοι καρποί», Ορφ. Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ τού τέλος* + γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 67τελεόγονος — ον, Α αυτός που γεννήθηκε τέλειος, μετά την κανονική συμπλήρωση τού χρόνου τής κυοφορίας («τὰ μὲν τελεόγονα τῷ χρόνῳ ἔτεκεν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος / τέλεος + γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. παλαιό γονος. Η προπαροξυτονία… …

    Dictionary of Greek

  • 68τερατογόνος — ο, ΝΑ, θηλ. και τερατογόνα Ν αυτός που γεννά ή προκαλεί τη γέννηση τεράτων νεοελλ. φρ. «τερατογόνοι παράγοντες» φυσικοί, μηχανικοί, χημικοί ή μικροβιολογικοί παράγοντες που επιδρούν στο έμβρυο ή στο ωάριο και προκαλούν τη γένεση τερατωδών μορφών …

    Dictionary of Greek

  • 69τρίγονος — ον, Α 1. αυτός που γεννήθηκε τρίτος, ο τριτότοκος 2. στον πληθ. τρίγονοι, α τρεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. δί γονος] …

    Dictionary of Greek

  • 70τριτόγονος — ο, Ν ιατρ. χαρακτηρισμός τής περιόδου που ακολουθεί δύο εξελικτικά στάδια μιας νόσου με κυκλικό χαρακτήρα, καθώς και τής ίδιας τής νόσου κατά την περίοδο αυτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + γόνος (<γόνος < γίγνομαι), πρβλ. πολύ γονος] …

    Dictionary of Greek