γονος

  • 51παντογόνος — ον, Α αυτός που. γεννά τους πάντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. τερατο γόνος] …

    Dictionary of Greek

  • 52πολύγονος — η, ο / πολύγονος, ον, ΝΜΑ, και πολυγόνος, ο Ν, και επικ. τ. πουλύγονος, Α 1. αυτός που γεννά πολλά τέκνα, πολλούς απογόνους 2. αυτός που γεννά πολλές φορές, που γεννά συχνά 3. γόνιμος αρχ. 1. (για τον Νείλο) αυτός που γονιμοποιεί τα εδάφη… …

    Dictionary of Greek

  • 53πρωτογόνος — η, ον, θηλ, και ος, Α 1. (το θηλ ως κύριο όν.) Πρωτογόνη ονομασία τής Περσεφόνης 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πρωτογόνος αυτή που γεννάει για πρώτη φορά, πρωτόγεννη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. παντο γόνος. Η… …

    Dictionary of Greek

  • 54πρωτόγονος — η, ο / πρωτόγονος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που υπήρξε στην αρχή, ο αρχέγονος (α. «ευρήματα πρωτόγονων πολιτισμών» β. «κοινωνία καὶ ἁρμονία τῆς πρωτογόνου ὀρχήσεως δείγματά ἐστι», Λουκιαν.) 2. το ουδ. ως ουσ. το πρωτόγονο(ν), το φυτό… …

    Dictionary of Greek

  • 55πρόγονος — ο / πρόγονος, ον, ΝΜΑ, μτγν. τ. ουσ. πρόγονος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που προϋπήρξε, αυτός από τον οποίο κατάγεται κάποιος, προπάτωρ («πατρὸς σου πρόγονος πατήρ», Ευρ.) 2. συν. στον πληθ. οι πρόγονοι οι προπάτορες αρχ. 1. ως επίθ. α) αυτός που… …

    Dictionary of Greek

  • 56ρυπογόνος — α, ο, θηλ. και ος, Ν αυτός που ρυπαίνει το περιβάλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρύπος + γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. καπνο γόνος] …

    Dictionary of Greek

  • 57σηψιγόνος — α, ο, θηλ. και ος, Ν αυτός που προκαλεί σηψαιμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήψη / σῆψις + γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. καπνο γόνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο] …

    Dictionary of Greek

  • 58σιαλογόνος — και σιελογόνος ο, Ν 1. αυτός που παράγει, που εκκρίνει σάλιο 2. φρ. α) «σιαλογόνοι αδένες» ανατ. όργανα που εκκρίνουν το σάλιο, μια ουσία η οποία υγραίνει και μαλακώνει την τροφή και περιέχει το πεπτικό ένζυμο αμυλάση, μέσα στη στοματική… …

    Dictionary of Greek

  • 59σιδηρογόνος — α, ο, θηλ. και ος, Ν αυτός που μετατρέπει κάτι σε σίδηρο («σιδηρογόνα βακτήρια» τα σιδηροβακτήρια). [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. καπνο γόνος] …

    Dictionary of Greek

  • 60σμηγματογόνος — α, ο, θηλ. και ος, Ν 1. αυτός που εκκρίνει σμήγμα («σμηγματογόνοι αδένες» [ανατ.] ολοκρινείς αδένες τού χορίου τού δέρματος, που απαντούν σε όλη την επιφάνειά του, εκτός τής παλάμης και τού πέλματος, και που εκκρίνουν στους θυλάκους τών τριχών το …

    Dictionary of Greek