γονος
31θερμογόνος — ο, θηλ. και α αυτός που παράγει θερμότητα («θερμογόνος πηγή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + γονος < γίγνομαι (πρβλ. ανδρο γόνος, ζωο γόνος). Η λ. μαρτυρείται από το 1811 στο περιοδικό σύγγραμμα Ερμής οΛόγιος] …
32θεόγονος — θεόγονος, ον (Α) γεννημένος από θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + γονος (< γίγνομαι), πρβλ. από γονος, επί γονος] …
33θρυψινογόνο — το ουσία που εκκρίνεται από τα παγκρεατικά κύτταρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρυψίνη + γονος (< γίγνομαι), πρβλ. ανθρακο γόνος, σμηγματ γόνος] …
34ικτερογόνος — ο αυτός που προκαλεί ίκτερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκτερος + γονος (< γίγνομαι), πρβλ. δακρυ γόνος, καπνο γόνος] …
35ιχθυγόνος — ο (Α ἰχθυγόνος, ον) (για θαλάσσιο τόπο) αυτός που παράγει ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. ανδρο γόνος, δακρυγόνος] …
36κακόγονος — κακόγονος, ον (Α) αυτός που έχει γεννηθεί για το κακό, για τη δυστυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + γονος (< γίγνομαι), πρβλ. παλαιό γονος, πρωτό γονος] …
37καματογόνος — α, ο 1. αυτός που προκαλεί τον κάματο 2. φρ. «καματογόνες ουσίες» ενδογενείς τοξικές ουσίες που παράγονται κατά τη σωματική εργασία και αθροίζονται στον οργανισμό προκαλώντας τον κάματο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάματος + γόνος (< γίγνομαι), πρβλ. δακρυ… …
38καπνογόνος — ο, θηλ. και α 1. αυτός που παράγει καπνό («καπνογόνα μηχανήματα») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα καπνογόνα ουσίες που με την καύση τους παράγεται καπνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + γόνος (< γίγνομαι), πρβλ. δακρυ γόνος, σεισμο γόνος. Η λ.… …
39καρπογόνος — καρπογόνος, ον (Α) 1. αυτός που φέρει καρπό, ο καρποφόρος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καρπογόνον η καρπογονία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + γόνος (< γίγνομαι), πρβλ. δακρυ γόνος ζωο γόνος)] …
40κεφαλήγονος — κεφαλήγονος, ον (Α) αυτός που αναπηδά από την κεφαλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + γόνος (< γίγνομαι «γεννιέμαι»), πρβλ. θεό γονος, κεβλή γονος] …