γονος

  • 121πυτιογόνος — α, ο, θηλ. και ος, Ν 1. αυτός που παράγει πυτιά 2. (το θηλ. ή το ουδ. ως ουσ.) η πυτιογόνος ή το πυτιογόνο η αρχική κατάσταση τής πυτιάς όταν αυτή βρίσκεται ακόμη μέσα στον βλεννογόνο τού στομαχιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυτία «ένζυμο γαστρικού υγρού» +… …

    Dictionary of Greek

  • 122ραιβογονία — η, Ν ιατρ. παραμόρφωση τών κάτω άκρων, ο επιμήκης άξονας τών οποίων κυρτώνεται τοξοειδώς προς τα έξω, ενώ την κορυφή τής καμπύλης καταλαμβάνει το γόνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραιβός «κυρτός, καμπύλος» + γονία (< γόνος < γόνος < γίγνομαι)] …

    Dictionary of Greek

  • 123σακχαρογόνος — ο, Ν αυτός που μπορεί να παράσχει σάκχαρο αφού υποβληθεί σε χημική κατεργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρο + γόνος (< γόνος < γίγνομαι)] …

    Dictionary of Greek

  • 124σαπρογόνος — ο, Ν (για μικροοργανισμούς) αυτός που προκαλεί σήψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. saprogen < sapro (< σαπρός) + gen (< γένος), το οποίο στην Ελληνική αποδίδεται με το γόνος (< γόνος)] …

    Dictionary of Greek

  • 125σαρκογονία — ἡ, Α το να γεννιέται κανείς από την σάρκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + γονία (< γονος < γόνος < γίγνομαι), πρβλ. κοσμογονία, πρωτο γονία] …

    Dictionary of Greek

  • 126σεισμογόνος — ο, θηλ. και α, Ν 1. αυτός που δημιουργεί σεισμούς 2. (γεωφ.) χαρακτηρισμός ενός τμήματος τής γήινης επιφάνειας στο οποίο βρίσκονται σε εξέλιξη διάφορα σεισμικά φαινόμενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεισμός + γόνος (< γόνος < γίγνομαι). Η λ. μαρτυρείται… …

    Dictionary of Greek

  • 127σεληνόγονος — ἡ, και σεληνόγονον, τὸ, Α το γνωστό με τη λόγια ονομασία Παιωνία η κρητική φυτό, κν. σήμερα πηγουνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + γονος (< γόνος < γίγνομαι)] …

    Dictionary of Greek

  • 128σκορβουτογόνος — α, ο, θηλ. και ος, Ν αυτός που προκαλεί σκορβούτο («σκορβουτογόνος διατροφή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκορβούτο + γόνος (< γόνος < γίγνομαι)] …

    Dictionary of Greek