γονος
111πετρογονία — η, Ν ο κλάδος τής γεωλογίας που εξετάζει τη γένεση και τον σχηματισμό τών πετρωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + γονία (< γόνος < γόνος < γίγνομαι), πρβλ. θεο γονία. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …
112πεψινογόνος — ο, Ν το ουδ. ως ουσ. το πεψινογόνο ανενεργό πρόδρομο της πεψίνης που εκκρίνεται από τα κύρια κύτταρα τού γαστρικού τοιχώματος και το οποίο μετασχηματίζεται σε πεψίνη σε όξινο περιβάλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pepsinogen (<… …
113πηλόγονος — ον, πληθ. και πηλαγόνες, Α (για γίγαντες) γεννημένοι από πηλό, που γεννήθηκαν από τη Γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + γονος (< γόνος < γίγνομαι)] …
114πικρογόνος — ον, Μ αυτός που γεννάει πίκρες («πικρογόνοι πηγαὶ ἀπιστίας», Κοσμ. Ιερ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)* + γόνος (< γόνος < γίγνομαι)] …
115πλασμινογόνο — το, Ν (βιοχ.) αδρανής πλασματική πρωτεΐνη, που μετασχηματίζεται σε ενεργό πλασμίνη με την επίδραση ενεργοποιητών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ plasminogen < plasmin (< πλάσμα) + gen (πρβλ. γένος), το οποίο στον ελλ. τ. αποδίδεται με… …
116πλειστογόνος — ον, Α αυτός που γεννά συγχρόνως πολλά τέκνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + γόνος (< γόνος < γίγνομαι)] …
117πρεμνογονώ — έω, Α (για τα συκόδεντρα) γονιμοποιώ με αρσενικά δέντρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρέμνον + γονῶ (< γόνος < γόνος < γίγνομαι)] …
118πρόσγονος — ον, Α αυτός που γεννήθηκε κατόπιν, απόγονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + γόνος (< γίγνομαι), πρβλ. από γονος] …
119πυογόνος — ο, και πυογενής, ές, Ν ιατρ. (για μικροοργανισμούς που προκαλούν διαπυήσεις ή φλεγμονές) αυτός που παράγει πύον («πυογόνος σταφυλόκοκκος»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειες λ., πρβλ. γαλλ. pyogene (< πύον + γενής / γόνος < γένος / γόνος < γίγνομαι) …
120πυρετογόνος — α, ο, Ν 1. αυτός που προκαλεί πυρετό («πυρετογόνες ουσίες» ονομασία διαφόρων ουσιών που χρησιμοποιήθηκαν κατά το παρελθόν για την πρόκληση πυρετικών αντιδράσεων για θεραπευτικούς σκοπούς) 2. το ουδ. ως ουσ. το πυρετογόνο ιατρ. ουσία πρωτεϊνικής ή …