γονος

  • 101οσμογόνος — α, ο αυτός που αναδίδει οσμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < οσμή + συνδετικό φωνήεν ο + γόνος (< γίγνομαι), πρβλ. καπνο γόνος] …

    Dictionary of Greek

  • 102παγγόνος — ο βιολ. καθένα από τα αποβλαστήματα που, σύμφωνα με τη θεωρία παγγένεσης τού Δαρβίνου, παράγονται από τα σωματικά κύτταρα τού οργανισμού και τα οποία, συσσωρευόμενα στα ωάρια και στα σπερματοζωάρια, σχηματίζουν κατά την ανάπτυξη τού νέου… …

    Dictionary of Greek

  • 103παιδογόνος — παιδογόνος, ον (Α) 1. αυτός που γεννά τέκνα 2. αυτός που παρέχει γέννηση στα παιδιά, που προκαλεί τη γέννηση παιδιών («παιδογόνῳ Κύπριδι», Ανθ. Παλ.) 3. αυτός που δίνει γεννητική δύναμη 4. (για πηγή) αυτή που έχει την ιδιότητα να κάνει κάποιον… …

    Dictionary of Greek

  • 104παλαίγονος — παλαίγονος, ον (Α) παλαιγενής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλαι + γονος (< γόνος < γίγνομαι)] …

    Dictionary of Greek

  • 105παλαιόγονος — παλαιόγονος, ον (Α) αυτός που γεννήθηκε πριν από πολλά χρόνια, υπέργηρως. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο * + γονος (< γόνος < γίγνομαι)] …

    Dictionary of Greek

  • 106παλεονυμφάγονος — παλεονυμφάγονος, ον (Α) αυτός στον οποίο από παλιά γεννώνται νύμφες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλεός (βλ. λ. παλαιός) + νύμφα + γονος (< γόνος < γίγνομαι)] …

    Dictionary of Greek

  • 107παραισθησιογόνος — ο 1. αυτός που προκαλεί παραισθήσεις 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παραισθησιογόνα (ιατρ. φαρμ.) φαρμακολογικές ουσίες τών οποίων η λήψη προκαλεί σημαντικές παροδικές αλλαγές τής αντίληψης, τών διεργασιών τής σκέψης και τής ψυχικής διάθεσης,… …

    Dictionary of Greek

  • 108πατρογονία — η φρ. «νόμος πατρογονίας» βιολ. ο νόμος που ισχύει στην εξέλιξη τών ζώων και κατά τον οποίο κάθε άτομο κατά την εμβρυογονική του ανάπτυξη περνάει διαδοχικά τις μορφές από τις οποίες πέρασε το είδος ώς τη σημερινή μορφή του, αλλ. πατρογονικός… …

    Dictionary of Greek

  • 109πατρογονικός — ή, ό 1. ο προγονικός, ο προερχόμενος από τον πατέρα, ο κληρονομημένος από τον πατέρα («πατρογονικά κτήματα» τα κληρονομικά κτήματα) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πατρογονικά οι πρόγονοι 3. φρ. «πατρογονικός νόμος» βιολ. ο νόμος τής πατρογονίας.… …

    Dictionary of Greek

  • 110περισσογονία — ἡ, Α η παραγωγή, η δημιουργία περιττών αριθμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός / περιττός + γονία (< γόνος < γόνος < γίγνομαι), πρβλ. ολιγο γονία] …

    Dictionary of Greek