γονος
11γόνου — γόνος that which is begotten masc/fem gen sg …
12γόνους — γόνος that which is begotten masc/fem acc pl …
13γόνων — γόνος that which is begotten masc/fem gen pl γονάω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) γονάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …
14γόνῳ — γόνος that which is begotten masc/fem dat sg …
15θαλασσίγονος — θαλασσίγονος, ον (Α) φρ. «θαλασσιγόνου Παφίης» τής Αφροδίτης που γεννήθηκε απ τη θάλασσα, Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσι (< θάλασσα) + γονος (< γόνος), (πρβλ. πρό γονος, θεό γονος). Σύνθ. τού τ. τερψίμβροτος] …
16θυγατρογόνος — θυγατρογόνος, ον (Α) αυτός που γεννά θυγατέρες, κόρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θυγατρ ός) + γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. δακρυ γόνος, δρυο γόνος] …
17καλλίγονος — καλλίγονος, ον (AM) αυτός που γέννησε ωραία ή ένδοξα παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + γονος (< γόνος), πρβλ. απειρό γονος, ονειρό γονος] …
18κεβλήγονος — κεβλήγονος, ον (Α) 1. (για την παπαρούνα) αυτός που έχει το σπέρμα στην κεφαλή («μήκωνος κεβληγόνου δάκρυ») 2. φρ. «κεβλήγονος Ἀτρυτώνη» η Αθηνά, που γεννήθηκε από την κεφαλή τού Διός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεβλή* + γόνος (< γόνος < γίγνομαι… …
19κυματογόνος — ο αυτός που δημιουργεί, που παράγει κύματα ή κυμάνσεις («κυματογόνος περιοχή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. καπνο γόνος, τερατο γόνος] …
20οιόγονος — οἰόγονος, ὁ (Α) ο μονογενής, ο μοναχογιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. αρχαιό γονος, θεό γονος] …