γονικός
1γονικός — ή και ιά, ό (AM γονικός, ή, όν) [γόνος] Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γονή, στο σπέρμα μσν. νεοελλ. ο κληρονομικός II. (το ουδ. στον ενικό ως ουσ.) μσν. νεοελλ. 1. το πατρικό σπίτι 2. η πατρική περιουσία III. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.)… …
2γονικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει στους γονείς, πατρογονικός: Σπατάλησε τη γονική περιουσία. 2. στον πληθ., γονικά οι γονείς, οι γεννήτορες, η οικογένεια: Αρνήθηκε να φροντίσει τα γονικά του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3γονικά — γονικός of the seed neut nom/voc/acc pl γονικά̱ , γονικός of the seed fem nom/voc/acc dual γονικά̱ , γονικός of the seed fem nom/voc sg (doric aeolic) …
4γονικῶν — γονικός of the seed fem gen pl γονικός of the seed masc/neut gen pl …
5γονικόν — γονικός of the seed masc acc sg γονικός of the seed neut nom/voc/acc sg …
6γονικαῖς — γονικός of the seed fem dat pl …
7γονικοῖς — γονικός of the seed masc/neut dat pl …
8γονικοί — γονικός of the seed masc nom/voc pl …
9γονικούς — γονικός of the seed masc acc pl …
10γονικῆς — γονικός of the seed fem gen sg (attic epic ionic) …
- 1
- 2