γοητεία
1γοητεία — γοητείᾱ , γοητεία witchcraft fem nom/voc/acc dual γοητείᾱ , γοητεία witchcraft fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2γοητείᾳ — γοητείᾱͅ , γοητεία witchcraft fem dat sg (attic doric aeolic) …
3γοητεία — η (AM γοητεία) [γοητεύω] το να σαγηνεύει κανείς με την ομορφιά του, τους λόγους του ή άλλα χαρίσματα (αρχ. μσν.) απάτη …
4γοητεία — η 1. ηιδιότητα του γόη, η σαγήνη: Ορισμένοι ηθοποιοί ασκούν ακαταμάχητη γοητεία στις γυναίκες. 2. μάγεμα, γητειά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5γοητείας — γοητείᾱς , γοητεία witchcraft fem acc pl γοητείᾱς , γοητεία witchcraft fem gen sg (attic doric aeolic) …
6γοητείαι — γοητείᾱͅ , γοητεία witchcraft fem dat sg (attic doric aeolic) …
7γοητείαν — γοητείᾱν , γοητεία witchcraft fem acc sg (attic doric aeolic) …
8γοητειῶν — γοητεία witchcraft fem gen pl …
9γοητεῖαι — γοητεία witchcraft fem nom/voc pl …
10γοητείαις — γοητεία witchcraft fem dat pl …