γοητεία

  • 81σειρήνα — η / σειρήν, ῆνος, ΝΑ, και σιρήνα Α 1. μυθ. στον πληθ. οι σειρήνες μυθικές θηλυκές θεότητες που εικονίζονται με ανθρώπινο κεφάλι και σώμα αρπακτικού πτηνού και οι οποίες ήταν εγκατεστημένες στην είσοδο τού πορθμού τής Σικελίας και με τη γλυκιά… …

    Dictionary of Greek

  • 82σειρήνες — Κατά την ελληνική μυθολογία θαλάσσιοι δαίμονες που ήταν μισές γυναίκες και μισά πουλιά. Αρχικά ήταν πνεύματα του θανάτου (όπως οι Κήρες και οι Ερινύες) που προσπαθούσαν να προσελκύσουν τους ζωντανούς μαγεύοντας τους. Το 12o βιβλίο της Οδύσσειας… …

    Dictionary of Greek

  • 83συναρπάζω — ΝΜΑ [ἁρπάζω] μτφ. προκαλώ έντονη συγκίνηση ή γοητεία σε κάποιον, τόν καταγοητεύω (α. «συναρπάζει τα πλήθη με την ευγλωττία του» β. «οἷς πᾱσι τοὺς ἀκροατὰς διὰ τοῡ σχηματισμοῡ συναρπάσας ᾤχετο») νεοελλ. μέσ. συναρπάζομαι α) καταγοητεύομαι β)… …

    Dictionary of Greek

  • 84τήνος — Νησί των Κυκλάδων, ΒΑ της Σύρου και ΝΑ της Άνδρου, το τέταρτο σε έκταση (194,26 τ. χλμ.) και πληθυσμό του νησιωτικού συμπλέγματος. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων με πρωτεύουσα την κωμόπολη Τήνο ή Χώρα, που είναι χτισμένη στη νότια …

    Dictionary of Greek

  • 85υποτακτικός — ή, ό / ὑποτακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και υποταχτικός, ή, ό, Ν [ὑποτάσσω] το θηλ. ως ουσ. η υποτακτική γραμμ. η έγκλιση τού ρήματος που παρουσιάζει το περιεχόμενό του ως προσδοκώμενο, που δηλώνει κυρίως επιθυμία και προσδοκία νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ …

    Dictionary of Greek

  • 86φολκλορισμός — ο, Ν η αναβίωση μορφών τού παραδοσιακού λαϊκού βίου και πολιτισμού, οι οποίες δεν ανταποκρίνονται πλέον κατά τρόπο οργανικό και ζωτικό στις ανάγκες τής σύγχρονης ζωής, ασκούν όμως γοητεία στις σύγχρονες κοινωνικές ομάδες, όπως είναι λ.χ. ο… …

    Dictionary of Greek

  • 87χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… …

    Dictionary of Greek

  • 88χαριτόβρυτος — η, ο / χαριτόβρυτος, ον, ΝΜ γεμάτος χάρες, γεμάτος θέλγητρα, τρισχαριτωμένος. επίρρ... χαριτοβρύτως Ν με χάρη, με γοητεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + βρυτος (< βρύω «ξεχειλίζω, είμαι γεμάτος»)] …

    Dictionary of Greek

  • 89Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… …

    Dictionary of Greek

  • 90Αγκόλα — Κράτος της ΝΔ Αφρικής.Συνορεύει στα Β και ΒΑ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαϊρ), στα Α με τη Ζάμπια, στα Ν με τη Ναμίμπια, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Α. εκτείνεται στα νότια της λεκάνης του ποταμού Κονγκό στη ΝΔ Αφρική …

    Dictionary of Greek