γοητεία

  • 71μονεμβασία — Ιστορική μεσαιωνική πόλη στην ανατολική ακτή της Λακωνίας, χτισμένη σ’ ένα βράχο ύψους 300 μ., αποκομμένο από την ξηρά, με την οποία τη συνδέει μια γέφυρα. Η M., με 90 κατοίκους υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μονεμβασίας. Η Μ. είχε παραμείνει… …

    Dictionary of Greek

  • 72μουσική — Αρχαιότατες είναι οι μαρτυρίες για τη μουσική εμπειρία. Οι πιο μακρινές ανάγονται στον αιγυπτιακό πολιτισμό, που ήδη τον 4o αι. π.Χ. παρουσίαζε αφθονία πνευστών οργάνων (αυλοί και σάλπιγγες) και έγχορδων (άρπες). Στα αρχαία ινδικά κείμενα (Βέδες) …

    Dictionary of Greek

  • 73μπογιά — η 1. βαφή, χρώμα 2. χρωστική ύλη οποιουδήποτε είδους («μπογιά τών παπουτσιών» βερνίκι υποδημάτων) 3. φρ. «δεν περνά πια η μπογιά του» έχασε πια τη γοητεία και την επιρροή του ή αποκαλύφθηκε η αναξιότητά του 4. κοινή ονομασία φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …

    Dictionary of Greek

  • 74μπολερό — Παλιός ισπανικός χορός, που άνθησε προς το τέλος του 18ου αι.· η επινόησή του αποδίδεται συνήθως στον περίφημο χορευτή Σεμπαστιάν Θερέθο, ο οποίος τον είχε εμφανίσει το 1780. Η ρυθμική του αγωγή είναι σε τρεις χρόνους· χορεύεται με συνοδεία… …

    Dictionary of Greek

  • 75μόδα — Όρος που δηλώνει τη διάδοση μιας ορισμένης συνήθειας, της οποίας εκφράζει κυρίως τον επίκαιρο και εντυπωσιακό χαρακτήρα. Από αυτό προέρχεται η γνώμη πως η μ. είναι ένα παροδικό, επιπόλαιο φαινόμενο, χωρίς καμιά πραγματική ή ιδεολογική υπόσταση,… …

    Dictionary of Greek

  • 76νεαροπρεπής — νεαροπρεπής, ές (Α) 1. αυτός που αρμόζει στους νεωτέρους 2. αυτός που γίνεται κατά τη νεανική ηλικία 3. αυτός που φαίνεται νέος ή αυτός που έχει νεανική γοητεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεαρός + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. μεγαλο πρεπής] …

    Dictionary of Greek

  • 77οίμη — οἴμη, ἡ (Α) 1. άσμα, τραγούδι, ωδή («οἴμας Μοῡσ ἐδίδαξε», Ομ. Οδ.) 2. η ικανότητα να τραγουδά κάποιος («θεὸς δὲ μοι ἐν φρεσὶν οἴμας παντοίας ἐνέφυσεν», Ομ. Οδ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «οἴμη λόγος, ἱστορία». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη,… …

    Dictionary of Greek

  • 78παρομαρτώ — Α συμπαρομαρτώ, ακολουθώ, παρακολουθώ, συνοδεύω («ἡ γοητεία προηγεῑται καὶ ἡ ἀναισχυντία παρομαρτεῑ», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὁμαρτῶ «παρακολουθώ, συνοδεύω»] …

    Dictionary of Greek

  • 79πολυθέλγητρος — η, ο, Ν αυτός που έχει πολλά θέλγητρα, πολλή γοητεία, πολλή χάρη («πολυθέλγητρη νύμφη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ* + θέλγητρο (< θέλγω «γοητεύω, μαγεύω»). Η λ. μαρτυρείται από το 1872 στον Γρ. Μ. Ροδόπουλο] …

    Dictionary of Greek

  • 80σαγήνη — η, ΝΜΑ, κυπρ. τ. ἁγάνα Α νεοελλ. θέλγητρο, γοητεία («η σαγήνη τών λόγων του») αρχ. 1. μεγάλο αλιευτικό δίχτυ που ρίχνεται στη θάλασσα και μετά από ένα χρονικό διάστημα μαζεύεται, πιθ. ο γρίπος («καὶ συνήγαγεν αὐτὸν ἐν ταῑς σαγήναις αὐτοῡ», ΠΔ.) 2 …

    Dictionary of Greek