γοητεία

  • 61κατάκλησις — κατάκλησις, ἡ (AM) [κατακαλώ] μσν. ομορφιά, γοητεία αρχ. 1. ονομαστική κλήση 2. η κατακλησία* 3. η επίκληση τών θεών 4. η ανάκληση, η ικεσία 5. η επωδή* …

    Dictionary of Greek

  • 62κεστός — Αρχαία ελληνική λέξη, που αρχικά σήμαινε κεντητός. Κ. ιμάς ονομαζόταν ένα είδος ζώνης που φορούσαν οι γυναίκες ακριβώς κάτω από το στήθος ή γύρω από αυτό, όπως αργότερα τον στηθόδεσμο. Με τον καιρό, το ουσιαστικό παραλείφθηκε και έμεινε το… …

    Dictionary of Greek

  • 63κυβέλη — I Θεότητα της Φρυγίας και της Λυδίας κατά την αρχαιότητα, η λατρεία της οποίας εξαπλώθηκε και στον ελλαδικό χώρο. Επρόκειτο για ένα ανώτατο ον θηλυκού γένους, ένα ασιατικό αντίστοιχο της Μεγάλης Μητέρας Θεάς. Περιστοιχιζόταν από τον Ουρανό, τον… …

    Dictionary of Greek

  • 64κόρυθος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Πάρη και της Οινόης. Σύμφωνα με την παράδοση, η μητέρα του, για να εκδικηθεί την απιστία του συζύγου της, τον έστειλε να κατακτήσει την Ελένη. Εκείνη υπέκυψε στη γοητεία του και ο Πάρης τον δολοφόνησε. 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 65λυχνομαντεία — Μαντική μέθοδος της αρχαιότητας, με τη χρήση λύχνων (βλ. λ. λύχνος). Ο μάντης υπνωτιζόταν παρακολουθώντας επίμονα το φως του λύχνου και στήριζε τον χρησμό του στον τρόπο με τον οποίο έκαιγε ο λύχνος. Συνήθως ο μάντης φορούσε ειδικά ρούχα, κόκκινα …

    Dictionary of Greek

  • 66μάγεμα — και μάγευμα, το (Α μάγευμα) [μαγεύω] μαγικό τέχνασμα, μαγεία, μάγια («βρωτοῑσι καὶ ποτοῑσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῑν», Ευρ.) νεοελλ. γοητεία, σαγήνη, αισθητική έλξη ή απόλαυση («το προσωπάκι σου στάλαζ ένα μάγεμα»,… …

    Dictionary of Greek

  • 67μάγος — Στην αρχαιότητα, το μέλος μιας μηδικής φυλής με βαθιά γνώση της θρησκείας, που επιδιδόταν σε αστρολογικές και μαντικές τεχνικές και χαρακτηριζόταν για τις επιστημονικές του γνώσεις· επίσης, ο ιερέας και σοφός των αρχαίων Περσών που ασχολείτο με… …

    Dictionary of Greek

  • 68μαγεία — Στην κλασική αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στη μαντική τέχνη των ιερέων του μαζνταϊσμού (ζωροαστρισμός), των λεγόμενων μάγων. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, όταν η Περσία είχε χάσει την πολιτική της ανεξαρτησία, οι μάγοι αυτοί διασκορπίστηκαν… …

    Dictionary of Greek

  • 69μαγιώνω — (Μ μαγιώνω) [μάγια] μαγεύω νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαγιωμένος, η, ο αυτός που ασκεί μαγεία γοητεία, μαγευτικός μσν. (η μτχ. παθ παρακμ. ως επίθ.) 1. μαγικός 2. μαγεμένος, αλλοπαρμένος …

    Dictionary of Greek

  • 70μαγνητίζω — 1. επιδρώ με μαγνήτη, έλκω κάτι χρησιμοποιώντας μαγνήτη ή μεταδίδω τις ιδιότητες τού μαγνήτη σε έλασμα σιδήρου, μετατρέπω ένα σώμα σε μαγνήτη 2. μτφ. επιδρώ σε κάποιο άτομο με μυστηριώδη τρόπο τόσο ώστε να περιπέσει σε καταληπτική κατάσταση 3.… …

    Dictionary of Greek