γοητεία

  • 41αρχαϊσμός — Η συνειδητή και ηθελημένη μίμηση αρχαϊκών τρόπων στον χώρο της τέχνης γενικότερα. Στον τομέα της γλώσσας, η χρήση λέξεων ή συντάξεων που έχουν περιέλθει πια σε αχρηστία και είναι ασυμβίβαστες προς τη δομή του λόγου της εποχής στην οποία… …

    Dictionary of Greek

  • 42ατραξιόν — η 1. θέλγητρο, γοητεία 2. ευχάριστο, ελαφρό θέαμα (σε μουσικό θέατρο ή τσίρκο). [ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος < γαλλ. attraction «έλξη» < (λατ. ρ.) trahere «έλκω»] …

    Dictionary of Greek

  • 43αφίσα — Έντυπο που τοιχοκολλείται ή τοποθετείται σε ειδικό χώρο, με προορισμό να μεταδώσει στον περαστικό, με τρόπο σύντομο αλλά και αποτελεσματικό, κάποιο μήνυμα ή να τον πληροφορήσει για κάποια εκδήλωση. Η α. είναι η σημαντικότερη και γνωστότερη από… …

    Dictionary of Greek

  • 44γητειά — και γητειά και γητιά και γηθειά και γηθιά, η και γήτεμα, το [γητεύω] 1. μαγική επωδή, ξόρκι 2. τα μάγια, τα αντικείμενα που χρησιμοποιούνται για τα ξόρκια 3. θέλγητρο, γοητεία …

    Dictionary of Greek

  • 45εκγοητεύω — ἐκγοητεύω (Α) ασκώ πλήρη γοητεία, μαγεύω τελείως …

    Dictionary of Greek

  • 46εξαισιότητα — η (Α ἐξαισιότης) [εξαίσιος] νεοελλ. θελκτικότητα, γοητεία αρχ. εξαιρετική ιδιότητα που προκαλεί κατάπληξη …

    Dictionary of Greek

  • 47επαγωγή — I (Βιολ.). Φαινόμενο, κατά το οποίο σε ένα όργανο, κύτταρα ή ιστοί μπορούν να προκαλέσουν ορισμένη διαφοροποίηση σε άλλα γειτονικά κύτταρα ή ιστούς. Στα φαινόμενα της ε. περιλαμβάνονται και αρνητικές επιδράσεις, δηλαδή αναστολή της διαφοροποίησης …

    Dictionary of Greek

  • 48επαοιδία — ἐπαοιδία, η (Α) μτγν. τ. αντί ἐπωδή (κατά τον Ησύχ.) «ἐπαοιδία φαρμακεία, γοητεία» …

    Dictionary of Greek

  • 49επαφροδισία — ἐπαφροδισία, η (AM) [επαφρόδιτος] η ιδιότητα τού επαφρόδιτου, χάρη, κομψότητα, θελκτικότητα, γοητεία …

    Dictionary of Greek

  • 50επαφρόδιτος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. ο απόστολος. Ήταν βοηθός του αποστόλου Παύλου στα κηρύγματά του. Η μνήμη του τιμάται στις 8 Δεκεμβρίου. 2. Ε. ο μάρτυς. Ένας από τους «μάρτυρες 12 εν Βιζύη». 3. Ε. ο μάρτυς. Ένας από τους… …

    Dictionary of Greek