γοητεία

  • 121Κεντ, Γουίλιαμ — (William Κent, Γιορκσάιρ 1685 – Λονδίνο 1748). Άγγλος ζωγράφος και αρχιτέκτονας. Σπούδασε στη Ρώμη κοντά στον μπαρόκ ζωγράφο και διακοσμητή Μπενεντέτο Λούτι και το 1719 επέστρεψε στην πατρίδα του. Ο κόμης του Μπέρλινγκτον τον βοήθησε και τον… …

    Dictionary of Greek

  • 122Κοέν, Ίθαν και Τζόελ — (Ethan Coen, Μινεσότα 1958 – · Joel Coen, Μινεσότα 1955 –). Αμερικανοί σεναριογράφοι, παραγωγοί και σκηνοθέτες του κινηματογράφου. Πρόκειται για ένα αδελφικό σχήμα δημιουργών που υπέσκαψε τα στερεότυπα της αμερικανικής κινηματογραφίας, κατά τις… …

    Dictionary of Greek

  • 123Κοτοπούλη, Μαρίκα — (Αθήνα 1887 – 1954). Ηθοποιός του θεάτρου. Ήταν κόρη του ηθοποιού και θιασάρχη Δημήτριου Κοτοπούλη και της ηθοποιού Ελένης Συλιβάκου Κοτοπούλη (1851 1926). Μεγάλωσε κυριολεκτικά μέσα στο θέατρο, ακολουθώντας τον περιοδεύοντα θίασο του πατέρα της… …

    Dictionary of Greek

  • 124Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… …

    Dictionary of Greek

  • 125Λεονάρντο ντα Βίντσι — (Leonardo da Vinci, Βίντσι Φλωρεντίας 1452 – Πύργος του Κλου, Αμπουάζ 1519). Ιταλός ζωγράφος, γλύπτης, αρχιτέκτονας, μηχανικός, ανατόμος, φυσιολόγος, βοτανολόγος, φυσικός, φιλόσοφος, μουσικός και λογοτέχνης. Νόθος γιος του συμβολαιογράφου Σερ… …

    Dictionary of Greek

  • 126Λέρμοντοφ, Μιχαήλ Γιούργιεβιτς — (Mikhail Yuryevich Lermontov, Μόσχα 1814 – Πιατιγκόρσκ, Καύκασος 1841). Ρώσος ποιητής, πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Ο πατέρας του ήταν απόστρατος λοχαγός. H μητέρα του, μια πλούσια κληρονόμος, πέθανε όταν ο Λ. ήταν τριών χρόνων, με… …

    Dictionary of Greek

  • 127Λέσκοφ, Νικολάι Σεμιόνοβιτς — (Nikolay Semyonovich Leskov, Γκορόχοβο, Ορέλ 1831 – Αγία Πετρούπολη 1895). Ρώσος μυθιστοριογράφος. Ήταν γιος ενός αριστοκράτη μικροκτηματία και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην επαρχία, όπου γνώρισε τη ζωή και της παραδόσεις των χωρικών. Φοίτησε …

    Dictionary of Greek

  • 128Λευκό Όρος — (γαλλ. Mont Blanc, ιταλ. Monte Bianco). Ορεινός όγκος των δυτικών Άλπεων ο οποίος καταλήγει στην ομώνυμη ψηλότερη κορυφή της ευρωπαϊκής ηπείρου (4.807 μ.), μετά την κορυφή Ελμπρούζ του Καυκάσου. Εκτείνεται στα σύνορα Ιταλίας, Γαλλίας και Ελβετίας …

    Dictionary of Greek