γοητεία

  • 101Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …

    Dictionary of Greek

  • 102Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …

    Dictionary of Greek

  • 103Γιουβενάλις, Δέκιμος Ιούνιος — (Decimus Junius Juvenalis, Ακούινο, Απουλία 65; – 128; μ.Χ.). Λατίνος σατιρικός ποιητής. Ακολούθησε σπουδές ρητορικής στη Ρώμη, μετά το τέλος των οποίων άσκησε με μικρή επιτυχία το επάγγελμα του ρήτορα. Σώζονται 16 Σάτιρές του, που έχουν… …

    Dictionary of Greek

  • 104Γκόνγκορα ι Αργκότε, Λουίς ντε- — (Luis de Gongora y Argote, Κόρντομπα 1561 – 1627).Ισπανός ποιητής. Σπούδασε φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο της Σαλαμάνκα, χειροτονήθηκε κληρικός και υπηρέτησε στη μητρόπολη της πατρίδας του. Το 1617 στη Μαδρίτη, όπου εγκαταστάθηκε, έγινε ιερέας του… …

    Dictionary of Greek

  • 105Γρηγοριανό μέλος — Όρος με τον οποίο υποδηλώνεται ολόκληρος ο μουσικός πολιτισμός της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, που άνθησε ακόμα και πριν από τον πάπα Γρηγόριο Α’ τον Μέγα, και συνεχίστηκε έως την υστερομεσαιωνική περίοδο. Το Γ.μ. είναι αυστηρά μονοφωνικό και… …

    Dictionary of Greek

  • 106Δίων — I Μυθολογικό πρόσωπο, βασιλιάς της Λακεδαίμονας. Σύμφωνα με τη μυθολογία είχε τρεις κόρες, την Όρφη, τη Λυκώ και την Καρύα, προικισμένες με μαντικές ικανότητες. Επειδή όμως έπεσαν στη δυσμένεια του Βάκχου, μεταμορφώθηκαν οι δύο πρώτες σε βράχους… …

    Dictionary of Greek

  • 107Έλιοτ, ΤΣ (Τόμας Στερνς) — (Thomas Stearns Eliot, Σεν Λούις, Μιζούρι 1888 – Λονδίνο 1965). Αμερικανός ποιητής, που αργότερα πήρε την αγγλική υπηκοότητα. Σπούδασε στο Χάρβαρντ και στη συνέχεια στο Παρίσι και στην Οξφόρδη, όπου ανακάλυψε και μελέτησε την ποίηση των Γάλλων… …

    Dictionary of Greek

  • 108Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …

    Dictionary of Greek

  • 109εξωτισμός — Τάση επιλογής, στην καλλιτεχνική και λογοτεχνική παραγωγή, θεμάτων και μοτίβων, γεγονότων και μορφών, συνηθειών και τοπίων άλλων χωρών, εξαιρετικά πλούσιων σε γραφικότητα και τοπικό χρώμα, έτσι που, με τη συνδρομή του στοιχείου του ερωτισμού ή… …

    Dictionary of Greek

  • 110Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …

    Dictionary of Greek