γοεδνός
1γοεδνός — γοεδνός, ή, όν (Α) ο γοερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόος αναλογικά προς τα επίθ. σε δνός (πρβλ. σμερδνός, ολοφυδνός)] …
2γοεδνός — masc nom sg γοερός mournful masc nom sg …
3γοεδνά — γοεδνός neut nom/voc/acc pl γοεδνά̱ , γοεδνός fem nom/voc/acc dual γοεδνά̱ , γοεδνός fem nom/voc sg (doric aeolic) γοερός mournful neut nom/voc/acc pl γοεδνά̱ , γοερός mournful fem nom/voc/acc dual γοεδνά̱ , γοερός mournful fem nom/voc sg (doric… …
4γοέδν' — γοεδνά , γοεδνός neut nom/voc/acc pl γοεδνά̱ , γοεδνός fem nom/voc/acc dual γοεδνά̱ , γοεδνός fem nom/voc sg (doric aeolic) γοεδνέ , γοεδνός masc voc sg γοεδναί , γοεδνός fem nom/voc pl γοεδνά , γοερός mournful neut nom/voc/acc pl γοεδνά̱ ,… …
5ολοφύρομαι — (Α ὀλοφύρομαι, αιολ. τ. ὀλοφύρρω) θρηνώ με στεναγμούς και ξεφωνητά, κλαίω γοερά, οδύρομαι, σκούζω («φίλοι δ ἅμα πάντες ἕποντο πολλ ὀλοφυρόμενοι ὡς εἰ θανατόνδε κιόντα», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. αισθάνομαι συμπάθεια και οίκτο για τις συμφορές τών άλλων,… …