γνώστης
1γνώστης — one that knows masc nom sg …
2γνώστης — ο (AM γνώστης) 1. αυτός που γνωρίζει καλά κάτι 2. έμπειρος, συνετός 3. προφήτης, μάντης αρχ. γνωστήρ, εγγυητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γιγνώσκω. ΠΑΡ. γνωστεύω, γνωστικός. ΣΥΝΘ. αναγνώστης, καρδιογνώστης, προγνώστης, φιλαναγνώστης αρχ. διαγνώστης,… …
3γνώστης — ο αυτός που γνωρίζει κάτι καλά, ο ειδήμονας: Είναι γνώστης των γεγονότων …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4γνωστῆς — γνωστός known fem gen sg (attic epic ionic) …
5γνῶστα — γνώστης one that knows masc voc sg γνώστης one that knows masc nom sg (epic) …
6γνωστέων — γνώστης one that knows masc gen pl (epic ionic) γνωστέος masc/fem/neut gen pl γνωστός known masc/fem gen pl (epic ionic) …
7γνωστῶν — γνώστης one that knows masc gen pl γνωστός known fem gen pl γνωστός known masc/neut gen pl …
8γνῶσται — γνώστης one that knows masc nom/voc pl …
9γνώσταις — γνώστης one that knows masc dat pl …
10γνώστην — γνώστης one that knows masc acc sg (attic epic ionic) …