γνώστης

  • 61γαιογνώστης — ο αυτός που γνωρίζει καλά την ποιότητα και την αξία των γαιών οι οποίες προσφέρονται για καλλιέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαιο < γαία + γνώστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κωνστ. Κούμα] …

    Dictionary of Greek

  • 62γαλλομαθής — ές ο γνώστης τής γαλλικής γλώσσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Γάλλος + μαθής < μάθος < μανθάνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς] …

    Dictionary of Greek

  • 63γιγνώσκω — και γινώσκω (AM γιγνώσκω και γινώσκω) 1. φρ. «γνῶθι σ’ αὐτόν» γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εγνωσμένος, η, ο γνωστός, αποδεκτός νεοελλ. (με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» η αυτογνωσία, η αυτεπίγνωση μσν. είμαι… …

    Dictionary of Greek

  • 64γκραβούρα — Είδος έντυπης παράστασης, κυρίως σε χαρτί ή παρόμοιο υλικό. Δημιουργείται με τη βοήθεια ειδικών πλακών, στις οποίες έχει χαραχτεί το σχέδιο που προορίζεται για εκτύπωση. Οι παραστάσεις αυτές έχουν αισθητική αξία και κοσμούν συνήθως σελίδες… …

    Dictionary of Greek

  • 65γλωσσολογία — Επιστήμη που έχει ως αντικείμενό της τη μελέτη του φαινομένου της γλώσσας. Η γλώσσα είναι μια πολύπλοκη έννοια και επομένως δεν είναι περίεργο το ότι και η σχετική επιστήμη ακολουθεί διάφορες κατευθύνσεις στις μελέτες της, οι οποίες απαιτούν… …

    Dictionary of Greek

  • 66γνωστεύω — (Α γνωστεύω) [γνώστης] Ι. πιστοποιώ, βεβαιώνω·|| νεοελλ. γνωστικεύω II. παθ. γνωστεύομαι νεοελλ. βάζω γνώση, σωφρονίζομαι αρχ. επιβεβαιώνομαι, πιστοποιούμαι …

    Dictionary of Greek

  • 67γνωστικός — ή, ό (AM γνωστικός, ή, όν) [γνώστης] 1. αυτός που αναφέρεται στη γνώση 2. το ουδ. ως ουσ. το γνωστικό(ν) η σύνεση, η φρονιμάδα 3. (το αρσ. πληθ.) Γνωστικοί, οι οι οπαδοί τού γνωστικισμού νεοελλ. φρόνιμος, συνετός αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ γνωστική η …

    Dictionary of Greek

  • 68γνωστός — ή, ό (AM γνωστός, ή, όν) 1. αυτός τον οποίο γνωρίζει κάποιος 2. φανερός 3. γνώριμος, οικείος αρχ. μσν. 1. αυτός ο οποίος είναι δυνατόν να αναγνωριστεί 2. επίσημος, ξακουστός αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά γνωστά συμπτώματα, σημάδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το… …

    Dictionary of Greek

  • 69γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… …

    Dictionary of Greek

  • 70δάιος — (I) δάϊος, α, ον (Α) βλ. δήιος. (II) δάϊος, ον (Α) έμπειρος, γνώστης («Λύσιππε... δάϊε τεχνίτα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δάιος συνδέεται με το δαήναι, απαρμφ. τού αορ. εδάην (πρβλ. διδάσκω)] …

    Dictionary of Greek