γνώστης

  • 51αδαήμων — ἀδαήμων ( ονος), ον (Α) αυτός που δεν έχει γνώση για κάτι, αδαής, άπειρος, άμαθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δαήμων, «γνώστης», «έμπειρος». ΠΑΡ. αρχ. μσν. ἀδαημοσύνη αρχ. ἀδαημονία] …

    Dictionary of Greek

  • 52αθεώρητος — η, ο (Α ἀθεώρητος, ον) [θεωρῶ] νεοελλ. αυτός που δεν έχει θεωρηθεί, ανεξέταστος, ανεπικύρωτος αρχ. 1. αθέατος, αόρατος 2. αυτός που δεν έχει μελετήσει ή εξετάσει κάτι, ο μη γνώστης σε κάτι 3. ο μη νοήμων …

    Dictionary of Greek

  • 53αθηνογνώστης — ο γνώστης τών Αθηνών …

    Dictionary of Greek

  • 54ακκώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Αθηναία ή Σαμία, που έγινε παροιμιώδης για τις ανοησίες της. Ενώ κοιτούσε τον εαυτό της στον καθρέφτη, μιλούσε με την εικόνα της και έκανε διάφορες κινήσεις, που έδωσαν αφορμή για τη δημιουργία του ρήματος ακκίζομαι. * * *… …

    Dictionary of Greek

  • 55αμπελογνώστης — ο αυτός που γνωρίζει τα σχετικά με την άμπελο ως προς την καλλιέργειά της κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμπελος + γνώστης] …

    Dictionary of Greek

  • 56αντιποίηση — Στη νομική ορολογία, α. αρχής ή υπηρεσίας καλείται όταν ένα άτομο εμφανίζεται, χωρίς να είναι, φορέας δημόσιας ή δημοτικής υπηρεσίας, καθώς επίσης και υπηρεσίας λειτουργού της επίσημης ή άλλης γνωστής στην Ελλάδα θρησκείας και του δικηγορικού… …

    Dictionary of Greek

  • 57απολίθωμα — Οι ζωικοί ή φυτικοί οργανισμοί ή μέρη τους που έζησαν στο παρελθόν, περικλείστηκαν μέσα σε ιζηματογενείς αποθέσεις του φλοιού της Γης και διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα. Η επιστήμη που μελετά τα α. λέγεται παλαιοντολογία. Η διατήρησή τους… …

    Dictionary of Greek

  • 58αρχαιογνώστης — ο αυτός που γνωρίζει καλά την αρχαιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + γνώστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Αλέξανδρο Ρ. Ραγκαβή] …

    Dictionary of Greek

  • 59βαθυγνώμων — βαθυγνώμων, ον (AM) 1. βαθυστόχαστος 2. πανούργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + γνώμων < γνώμων («γνώστης, ερευνητής») < γιγνώσκω] …

    Dictionary of Greek

  • 60βιβλιογνώστης — ο (θηλ. τρία, η) αυτός που γνωρίζει την ιστορία, αξία, τιμή κ.λπ. των βιβλίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίο(ν) + γνώστης (πρβλ. γαλλ. bibliognoste). Η λ. βιβλιογνώστης μαρτυρείται στον Κωνσταντίνο Ασώπιο] …

    Dictionary of Greek