γνώστης

  • 41άζωτος — (10ος αι.). Αρμένιος ευγενής, έξαρχος του αυτοκρατορικού τάγματος των Εξκουβίτων, στα χρόνια της βασιλείας του Λέοντα ΣΤ’ του Σοφού (886 912). Ήταν γιγαντόσωμος και φημιζόταν για τις πολεμικές του αρετές. Νυμφεύτηκε την κόρη της Αγγουρίνης,… …

    Dictionary of Greek

  • 42άλσος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 313 κάτ.), στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Συμπολιτείας. * * * το (Α ἄλσος) μικρή ή μεγάλη δασωμένη έκταση, τόπος κατάφυτος νεοελλ. μικρό ή τεχνητό δάσος, κήπος για… …

    Dictionary of Greek

  • 43άνθιμος — I (Διονύσιος Ρούσσος, Σαλμώνη Ηλείας 1934 –). Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως. Σπούδασε στη φιλοσοφική και στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1964 και πρεσβύτερος το 1965. Υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής σε… …

    Dictionary of Greek

  • 44έμπαιος — (I) ἔμπαιος, ον (Α) 1. έμπειρος, ικανός 2. γνώστης, ειδήμονας. (II) ἔμπαιος, ον (Α) αυτός που επιτίθεται αιφνίδια …

    Dictionary of Greek

  • 45ένηχος — ἔνηχος, ον (AM) [ήχος] (για πρόσ.) γνώστης, έμπειρος, ειδήμων μσν. αυτός που φαίνεται πως ηχεί στη μνήμη ή στην ακοή, έχει καθαρό ακουστικό ερεθισμό, ο έναυλος αρχ. 1. αυτός που παράγει ήχο, ψίθυρο, φλοίσβο («ἔνηχα ὕδατα», Φιλόστρ.) 2. (για… …

    Dictionary of Greek

  • 46ήρανος — ἤρανος, ό (AM) μσν. κυβερνήτης αρχ. 1. προστάτης (ἤρανον γαίης» τον προστάτη τής περιοχής, Απολλ. Ρόδ.) 2. φίλος («Χαρίτων ἤρανον») 3. γνώστης («πάσης ἤρανον ἱστορίης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήρ ανος (πρβλ. κοίρ ανος). Συνδέεται με αρχ. ινδ. vāraka… …

    Dictionary of Greek

  • 47ίδμων — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν μάντης και πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία για να ερμηνεύει τους οιωνούς στους συντρόφους του. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Άβα και της Αστερίας ή της Κυρήνης. Ο Ί. ταυτίζεται επίσης με τον Θέστορα, γιο… …

    Dictionary of Greek

  • 48ίδρις — ἴδρις, ι (Α) 1. ο πεπειραμένος, ο γνώστης («ἀνήρ ἴδρις», Ομ. Οδ.) 2. ως ουσ. α) ο προνοητικός β) το μυρμήγκι («ἴδρις σωρόν ἀμᾱται», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ίδρις (< *Fιδ ρις) αποτελεί παρ. τού ρ. οίδα «γνωρίζω», εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα …

    Dictionary of Greek

  • 49αγγλομαθής — ές γνώστης τής αγγλικής γλώσσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άγγλος + μαθής < μανθάνω] …

    Dictionary of Greek

  • 50αγωνιστής — ο (Α ἀγωνιστής) (Ν θηλ. ίστρια) [ἀγωνίζομαι] 1. αυτός που αγωνίζεται σε πόλεμο, μαχητής, πολεμιστής 2. ανταγωνιστής σε αθλητικό αγώνα, αθλητής 3. αυτός που αγωνίζεται ειρηνικά για κάτι, υπέρμαχος, υποστηρικτής νεοελλ. για τους αγωνιστές τής… …

    Dictionary of Greek