γνώστης

  • 31γνώστα — γνώστᾱ , γνώστης one that knows masc nom/voc/acc dual γνώστᾱ , γνώστης one that knows masc gen sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 32γνώστας — γνώστᾱς , γνώστης one that knows masc acc pl γνώστᾱς , γνώστης one that knows masc nom sg (epic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 33Witch-hunt — Witch trial redirects here. For the song by Rush, see Fear series. For the novel by Ian Rankin, see Witch Hunt (novel). A witch hunt is a search for witches or evidence of witchcraft, often involving moral panic, mass hysteria and mob lynching,… …

    Wikipedia

  • 34geognosta — ► sustantivo masculino femenino GEOLOGÍA Persona especialista en geognosia. * * * geognosta. (De geo y el gr. γνώστης, el que conoce). com. Persona que profesa la geognosia o tiene en ella especiales conocimientos …

    Enciclopedia Universal

  • 35-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για …

    Dictionary of Greek

  • 36Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …

    Dictionary of Greek

  • 37Πύρρος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Όνομα που έδιναν στον Νεοπτόλεμο, γιο του Αχιλλέα. 2. Βασιλιάς στην Ήλιδα, που είχε διαδεχτεί στον θρόνο τον αδελφό του Δαμοφώντα. Tην εποχή του, το 580 π.Χ., η Πίσα, στην οποία βασίλευε, ήταν… …

    Dictionary of Greek

  • 38Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …

    Dictionary of Greek

  • 39Σκοτιά — (Scotland). Περιοχή των Βρετανικών Νησιών, που περιλαμβάνει το βόρειο τμήμα του νησιού της Μεγάλης Βρετανίας και τα αρχιπελάγη των Σέτλαντ, των Ορκάδων των εξωτερικών και εσωτερικών Εβρίδων και άλλα μικρότερα. Η Σ., παλιότερη γραφή Σκωτία ,… …

    Dictionary of Greek

  • 40ΤΝΤ — Ν χημ. βραχυγραφία τής χημικής ένωσης τρινιτροτολουόλιο, πολύ γνωστής ισχυρής εκρηκτικής ύλης …

    Dictionary of Greek