γνώστης

  • 121ορυκτογνωσία — η η εμπειρική διάγνωση τών ορυκτών με βάση ορισμένα φυσικά και κρυσταλλογραφικά γνωρίσματά τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oryctognosy (< ορυκτό + γνωσία < γνώστης < γιγνώσκω). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Δ. Πύρρο] …

    Dictionary of Greek

  • 122ορυκτογνώστης — ο αυτός που ασχολείται συστηματικά με την ορυκτογνωσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορυκτό + γνώστης (< γιγνώσκω)] …

    Dictionary of Greek

  • 123ουλεμάς — Από το αραβικό αλίμ = σοφός. Μορφωμένος, απόφοιτος ιερατικής σχολής, που έχει το δικαίωμα να διοριστεί ιεροδικαστής. Οι ο. αποτελούσαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία ιδιαίτερο σώμα διδακτόρων του μουσουλμανικού δικαίου και είχαν πολλά προνόμια,… …

    Dictionary of Greek

  • 124ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… …

    Dictionary of Greek

  • 125ουρεβία — η ζωολ. μοναδικό είδος τής αφρικανικής αντιλόπης Ourebia ourebia, γνωστής με την κοινή ονομασία όριμπι …

    Dictionary of Greek

  • 126πάλη — Αγώνισμα σώμα με σώμα ανάμεσα σε δύο άτομα που προσπαθούν να καταρρίψουν το ένα το άλλο. Μεταφορικά ονομάζεται και η μάχη μεταξύ στρατευμάτων (μάχη πυροβολικού), καθώς και η προσπάθεια υπερνίκησης αντίθετων δυνάμεων ή εμποδίων (πάλη των τάξεων,… …

    Dictionary of Greek

  • 127πάμφρων — πάμφρων, ονος, ὁ (Α) σοφός ως προς όλα, γνώστης τών πάντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ματαιό φρων] …

    Dictionary of Greek

  • 128παθογνωμονικός — ή, ὁ (Α παθογνωμονικός, ή, όν) νεοελλ. ιατρ. (για σύμπτωμα νόσου) αυτό το οποίο επιτρέπει μόνο του τη διάγνωση τής πάθησης που τό προκαλεί επειδή δεν ανευρίσκεται σε καμία άλλη νόσο αρχ. (για πρόσ.) ο έμπειρος στην κρίση τών συμπτωμάτων τών νόσων …

    Dictionary of Greek