γνώστης

  • 111μεταξάς — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ., 69 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, στα δεξιά του ποταμού Εύηνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μακρυνείας. 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 112μετρητής — Συσκευή ικανή να προσδιορίσει στον χρόνο ένα μεταβλητό μέγεθος. Ο μ. μετρά την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας ενός υγρού ή ενός αερίου, που διατρέχει ορισμένο αγωγό, δείχνοντας σε κάθε στιγμή το άθροισμα των ποσοτήτων που έχουν διέλθει έως εκείνη… …

    Dictionary of Greek

  • 113μοτέτο — Μουσική σύνθεση για φωνές, γαλλικής προέλευσης, γνωστής ήδη από τον 13o αι. Εκείνη την εποχή οριζόταν ως μ. μια πολυφωνική σύνθεση, μία από τις φωνές της οποίας (συνήθως η βαθύτερη) είχε αντληθεί από κάποια εκκλησιαστική μελωδία σε λατινικό… …

    Dictionary of Greek

  • 114μουσικός — ή, ό, θηλ. και ος μόνο ως ουσ. (ΑΜ μουσικός, ή, όν, Α δωρ. τ. μωσικός, ά, όν) [μούσα (Ι)] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μουσική τέχνη (α. «μουσική σύνθεση» β. «θέατρα ποιητῶν καὶ κύκλιοι χοροὶ καὶ μουσικὰ ἀκούσματα», Πλάτ.) 2. αυτός που… …

    Dictionary of Greek

  • 115ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …

    Dictionary of Greek

  • 116νερολίνη — η (χημ). εμπορική ονομασία οργανικής ένωσης, γνωστής και ως β ναφθυλο μεθυλ αιθέρας ή γυάρα γυάρα, με έντονη οσμή ανθέων πορτοκαλιάς ή ακακίας, που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και στη σαπωνοποιία …

    Dictionary of Greek

  • 117νιτροσουλφονικός — ή, ό φρ. «νιτροσουλφονικό οξύ» χημ. ονομασία ανόργανης χημικής ένωσης, γνωστής και ως νιτρωδυλο θειικό οξύ ή νιτροξυλο θειικό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο συνθ., πρβλ. γαλλ. nitrosulfonique (acide) < νιτρ(ο) * + σουλφονικός] …

    Dictionary of Greek

  • 118νομοΐστωρ — νομοΐστωρ, ορος, ὁ (Α) γνώστης τών νόμων, νομομαθής, νομοδιδάσκαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + ἵστωρ (πρβλ. φιλο ΐστωρ)] …

    Dictionary of Greek

  • 119οίδα — (ΑΜ οἶδα, Α αιολ. τ. ὄϊδα) 1. γνωρίζω, ξέρω (α. «ὅς ᾔδη τά τ ἐόντα τά τ ἐσσόμενα πρό τ ἐόντα», Ομ. Ιλ. β. «ἴστω ὑπὸ τοῡ ἀδελφοῡ ἀποθανών», Ηρόδ.) 2. φρ. α) «ἕv οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα» ένα πράγμα γνωρίζω, ότι τίποτε δεν γνωρίζω β) «οὐκ οἴδασι τί… …

    Dictionary of Greek

  • 120ορνιθογνώμων — ὀρνιθογνώμων, ον (Α) ο γνώστης θεμάτων σχετικών με τα πτηνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος + γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. ιππο γνώμων] …

    Dictionary of Greek