γνάφαλλον
1γνάφαλλον — neut nom/voc/acc sg …
2γναφάλλου — γνάφαλλον neut gen sg …
3γναφάλλων — γνάφαλλον neut gen pl …
4γνάφαλλα — γνάφαλλον neut nom/voc/acc pl …
5γνάφαλο — και γνέφαλο και νάφαλο και νούφαλο, το (AM γνάφαλον και γνάφαλλον, Α και κνάφαλλον και κνέφαλλον) [γνάπτω] μικρά κομμάτια από νήματα και κλωστές, κατάλληλα για να γεμίσουν μαξιλάρια και στρώματα νεοελλ. (συνήθως πληθ.) τρίχες ή κομμάτια από… …
6γναφάλλιο — το (AM γναφάλλιον) [γνάφαλλον] ονομασία τού φυτού Diotis maritima, το οποίο έχει χνούδι κατάλληλο για να γεμίζουν μαξιλάρια νεοελλ. ονομασία ποώδους φυτού τής οικογένειας τών προσωπανθών …
7γναφαλλίς — γναφαλλίς, η (Α) [γνάφαλλον] το γναφάλλιο …
8κνάφαλλον — κνάφαλλον, τὸ (Α) βλ. γνάφαλλον …