1γνάπτωρ — γνάπτωρ, ο (Α) [γνάπτω] ο γναφεύς …
Dictionary of Greek
2γνάπτορας — γνάπτωρ masc acc pl …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
3κνάπτωρ — κνάπτωρ, ορος, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) βλ. γνάπτωρ …