γνώριμος
81ՍԵՊՈՒՀ — (սեպհի, սեպհաց կամ սեպուհեաց.) NBH 2 0707 Chronological Sequence: 5c, 6c, 10c, 11c, 13c գ.ա. ՍԵՊՈՒՀ որ եւ ՍՊԱՅ. ՍՊԱՀ. պ. սիբահի. ἰππεύς eques. իտ. cavaliere եւ γνώριμος, εὑγενής nobilis. Ասպետ. հեծեալ. ազնուական եւ ձիաւոր զօրական. ազատ. պայազատ.… …
82γνωστός — ή, ό 1. αυτός που τον γνωρίζουν: Αυτός ο καλλιτέχνης είναι γνωστός στο ευρύ κοινό. 2. γνώριμος, φίλος: Έμαθα τα δυσάρεστα νέα από ένα γνωστό μου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
83οικείος — α, ο 1. στενός συγγενής, οικογενειακός, σπιτικός άνθρωπος. 2. πολύ γνώριμος, γνωστός, δικός μου, φίλος μου. 3. πληθ. οικείοι στενοί συγγενείς, φίλοι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)