γνώριμος

  • 71ποταρός — Α (κατά τον Ησύχ.) «γνώριμος» …

    Dictionary of Greek

  • 72συνήθης — σύνηθες, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνήθης, ξύνηθες, Α (για πράγματα, γεγονότα ή καταστάσεις) αυτός που γίνεται κατά συνήθεια, συνηθισμένος νεοελλ. 1. αυτός που συμβαίνει, που παρατηρείται κατά κανόνα («η συνήθης θερμοκρασία αυτής τής εποχής») 2. φρ. α)… …

    Dictionary of Greek

  • 73σχετικός — ή, ό / σχετικός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που έχει σχέση αναλογίας ή ομοιότητας με κάποιον άλλο, συναφής (α. «σχετικές έννοιες» έννοιες τών οποίων τα αντικείμενα σχετίζονται, όπως λ.χ. αιτία και αιτιατό, ωκεανός και πέλαγος β. «πεπρᾱχθαί φησι κατ… …

    Dictionary of Greek

  • 74χάρτης — Φύλλο χαρτιού επάνω στο οποίο αποτυπώνεται συνήθως σε σμίκρυνση η επιφάνεια της Γης ή ένα τμήμα της, η διαμόρφωση του εδάφους με λεπτομέρειες, οι θάλασσες και οι ωκεανοί, η ουράνια σφαίρα ή μια περιοχή αυτής. X. είναι επίσης το έγγραφο που… …

    Dictionary of Greek

  • 75Βέικος, Λάμπρος — Αγωνιστής του 1821, καπετάνιος από το Σούλι. Γιος του Βέικου Ζορμπά, υιοθέτησε για επώνυμο το όνομα του πατέρα του, όπως συνηθιζόταν τότε στο Σούλι. Μετά την πτώση του Σουλίου (1803), ο Β., μαζί με άλλους Σουλιώτες, έφυγε για τα Επτάνησα όπου και …

    Dictionary of Greek

  • 76Νασρεντίν Χότζας — (Nasreddin Hoca, Χορτού 1208 – Σιβριχισάρ, Μικρά Ασία 1284). Τούρκος θυμόσοφος, πρωταγωνιστής ενός κύκλου μύθων παροιμιών και ανεκδότων, χάρη στα οποία έγινε θρυλικός. Διετέλεσε ιεροδίκης κα ιεροδιδάσκαλος και ήταν γνώριμος του Ταμερλάνου.… …

    Dictionary of Greek

  • 77ԳԻՏՈՒՆ — (տնոյ, ոց.) NBH 1 0557 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 12c, 14c ա. συνετός intelligens, sapiens Ունակ գիտութեան. գիտնական. ուսեալ. իմաստուն. հանճարեղ. բանիբուն. բան կամ ուսում գիտցօղ. եբր. խախամ.… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 78ԾԱՆՕԹ — (ի, ից.) NBH 1 1009 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 9c, 10c, 11c, 12c, 14c ա.գ. γνώριμος, γνωστός notus, familiaris, prpinquus. Ծանուցեալ կամ ընտանի անձն. մերձաւոր. ազգական. ճանչւոր, գիտածուն. ... *Խնդրէին զնա ընդ… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 79ԾԱՆՕԹԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 1010 Chronological Sequence: Early classical, 8c, 9c, 12c, 13c ա. Նոյն ընդ Ծանօթ՝ ըստ ամենայն առման. γνώριμος եւն. իբր. Ընտանի. ծանուցանել. յայտնի. գիտելի. եւ Գիտակ. գիտակական. *Ծանօթական եւ հաճոյ լինէր աստուծոյ եւ մարդկան. Կորիւն …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 80ՅԱՅՏ — (ի, ից.) NBH 2 0320 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 13c, 15c ա. φανερός, δῆλος, η, ον, γνώριμος manifestus եւն. Տ. ՅԱՅՏՆԻ. որոյ է արմատ. (լծ. հյ. Այտ՝ որպէս ʼի դուրս երեւեալ, եւ այտուցեալ. մանաւանդ թ. այտըն …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)