γνώριμος

  • 61ασυνήθης — ( ους), ες (AM ἀσυνήθης, ες) 1. ο μη συνήθης, αυτός που διαφέρει από το καθιερωμένο ή κοινό 2. (για πρόσωπα) μη εξοικειωμένος με κάτι, μη συνηθισμένος, άπειρος νεοελλ. 1. σπάνιος, εξαιρετικός 2. ιδιόρρυθμος, αλλόκοτος αρχ. (για πρόσωπα) ο μη… …

    Dictionary of Greek

  • 62γιγνώσκω — και γινώσκω (AM γιγνώσκω και γινώσκω) 1. φρ. «γνῶθι σ’ αὐτόν» γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εγνωσμένος, η, ο γνωστός, αποδεκτός νεοελλ. (με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» η αυτογνωσία, η αυτεπίγνωση μσν. είμαι… …

    Dictionary of Greek

  • 63γνωρίζω — και εγνωρίζω και ηγνωρίζω (AM γνωρίζω, Μ και ἐγνωρίζω και ἠγνωρίζω) 1. έχω μάθει, ξέρω κάτι 2. έχω γνωριμία με κάποιον, ξέρω κάποιον 3. αναγνωρίζω, παραδέχομαι κάτι 4. καθιστώ γνωστό, ανακοινώνω κάτι σε κάποιον 5. επαναφέρω στη μνήμη μου,… …

    Dictionary of Greek

  • 64γνωρίμως — επίρρ. βλ. γνώριμος …

    Dictionary of Greek

  • 65γνωριμία — και γνωριμιά και εγνωριμία, η (Μ γνωριμία και γνωριμιά και ἐγνωριμία) [γνώριμος] 1. το να γνωρίζει κάποιος κάποιον, η κοινωνική σχέση 2. σημάδι για αναγνώριση νεοελλ. γνωστό πρόσωπο μσν. η γνώση …

    Dictionary of Greek

  • 66γνωριμότητα — η (AM γνωριμότης, Μ και γνωριμότητα) [γνώριμος] η γνωριμία μσν. αναγνώριση …

    Dictionary of Greek

  • 67γνωστός — ή, ό (AM γνωστός, ή, όν) 1. αυτός τον οποίο γνωρίζει κάποιος 2. φανερός 3. γνώριμος, οικείος αρχ. μσν. 1. αυτός ο οποίος είναι δυνατόν να αναγνωριστεί 2. επίσημος, ξακουστός αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά γνωστά συμπτώματα, σημάδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το… …

    Dictionary of Greek

  • 68εταίρος — ο, θηλ. εταίρα (ΑΜ ἑταῑρος, θηλ. ἑταίρα, Α ιων., επικ. και δωρ. τ. ἕταρος, θηλ. ιων. τ. ἑταίρη, επικ. τ. ἑτάρη) 1. ο σύντροφος, ο φίλος 2. ο συνεταίρος 3. μέλος πολιτικού συλλόγου ή φατρίας 4. θηλ. η εταίρα πόρνη νεοελλ. (νομ.) αυτός που μετέχει… …

    Dictionary of Greek

  • 69ιδιοπεριγνώριμος — ἰδιοπεριγνώριμος, ον (Μ) αυτός που έγινε ξακουστός μόνος του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + περί + γνώριμος] …

    Dictionary of Greek

  • 70οικείος — α, ο (ΑΜ οἰκεῑος, α, ον, θηλ. και ος, Α ιων. τ. οἰκήϊος, η, ον) [οίκος] 1. αυτός που ανήκει στον οίκο, στην οικογένεια, οικογενειακός, σπιτικός (α. «λέβης οἰκεῑος», Σοφ. β. «τὰ οἰκεῑα τὰ ἑαυτοῡ» η οικογενειακή, η ιδιωτική περιουσία, το νοικοκυριό …

    Dictionary of Greek