1γνύθος — pit neut nom/voc/acc sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2υπόγνυθα — Α επίρρ. στάση πένθους ή περίσκεψης με το πιγούνι στηριγμένο στα χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + γνύθος «κοίλωμα» + επιρρμ. κατάλ. α] …
Dictionary of Greek