γνωστός

  • 111στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… …

    Dictionary of Greek

  • 112ταυτόγνωστος — ον, Μ αυτός που έχει την ίδια γνώση με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + γνωστός (< γιγνώσκω), πρβλ. πολύ γνωστος] …

    Dictionary of Greek

  • 113φωτοχημεία — Μέρος της κινητικής χημείας, που αφορά τις χημικές αντιδράσεις οι οποίες προκαλούνται ή επηρεάζονται από την έκθεση ενός συστήματος σε μια ακτινοβολία. Η προσφυγή στον όρο ακτινοβολία είναι για να υποδηλωθούν, σύμφωνα με τις πλέον σύγχρονες… …

    Dictionary of Greek

  • 114χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …

    Dictionary of Greek

  • 115Άγιος Δημήτριος — I Ονομασία 31 οικισμών. 1. Πόλη (65.173 κάτ.) στην περιφέρεια της πρωτεύουσας, γνωστή και ως Μπραχάμι. Βρίσκεται στα νοτιοανατολικά της Αθήνας, σε απόσταση 5 χλμ. Αποτελεί τον ομώνυμο δήμο της νομαρχίας Αθηνών. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ …

    Dictionary of Greek

  • 116αελλωδίδες — Οικογένεια νηκτικών πτηνών της τάξης των ρινοτρυπομόρφων ή προκελαριομόρφων. Λέγονται και αλλωδίδεςπροκελαρίδες. Τα πτηνά αυτά έχουν ράμφος μακρουλό, βαθιά αυλακωτό και γαμψό σαν αγκίστρι. Έχουν μακριές φτερούγες, που τους εξασφαλίζουν μεγάλη… …

    Dictionary of Greek

  • 117Άκαμπα — (al−Aqabah). Πόλη (95.600 κάτ. το 2002) και εμπορικό λιμάνι της Ιορδανίας. Βρίσκεται στην άκρη του ομώνυμου κόλπου, στην περιοχή της Ερυθράς θάλασσας. Η Ά. αναπτύχθηκε ραγδαία τα τελευταία χρόνια με αποτέλεσμα ο πληθυσμός της από 1.700 κατ. στο… …

    Dictionary of Greek

  • 118Αλέξιος ή Άλεξις — Όνομα σημαινόντων Βυζαντινών προσωπικοτήτων. 1. Στρατηγός, γνωστός και ως Α. ο Μουσελέμ (8ος αι.). Η Ειρήνη η Αθηναία τον έστειλε εναντίον του αρμενικού σώματος που είχε στασιάσει εναντίον της, επειδή είχε απαιτήσει από τον στρατό να την… …

    Dictionary of Greek

  • 119Αλμπινόνι, Τομάζο — (Tomaso Albinoni, Βενετία 1671 – 1750). Βιολιστής και συνθέτης. Η ενόργανη μουσική δωματίου που συνέθεσε –σονάτες και κονσέρτα για περισσότερα όργανα– προετοιμάζει το ύφος της σονάτας, που αργότερα υπήρξε χαρακτηριστικό του Βιβάλντι και… …

    Dictionary of Greek

  • 120αμαρυλλίδες — Οικογένεια μονοκότυλων φυτών που περιλαμβάνει 70 γένη και περίπου 1.000 είδη, κατά κανόνα ποώδη και βολβώδη, όμοια σε πολλά με τα φυτά της οικογένειας των λειριιδών. Στις α. ανήκουν ο νάρκισσος, του οποίου απαντώνται στην Ελλάδα –αυτοφυή κυρίως–… …

    Dictionary of Greek