γνωστήρ
1γνωστήρ — γνωστήρ, ο (Α) [γιγνώσκω] ο εγγυητής …
2γνωστήρ — one that knows masc nom sg …
3γνωστῆρα — γνωστήρ one that knows masc acc sg …
4γνωστῆρας — γνωστήρ one that knows masc acc pl …
5γιγνώσκω — και γινώσκω (AM γιγνώσκω και γινώσκω) 1. φρ. «γνῶθι σ’ αὐτόν» γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εγνωσμένος, η, ο γνωστός, αποδεκτός νεοελλ. (με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» η αυτογνωσία, η αυτεπίγνωση μσν. είμαι… …
6γνωστός — ή, ό (AM γνωστός, ή, όν) 1. αυτός τον οποίο γνωρίζει κάποιος 2. φανερός 3. γνώριμος, οικείος αρχ. μσν. 1. αυτός ο οποίος είναι δυνατόν να αναγνωριστεί 2. επίσημος, ξακουστός αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά γνωστά συμπτώματα, σημάδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το… …
7γνώστης — ο (AM γνώστης) 1. αυτός που γνωρίζει καλά κάτι 2. έμπειρος, συνετός 3. προφήτης, μάντης αρχ. γνωστήρ, εγγυητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γιγνώσκω. ΠΑΡ. γνωστεύω, γνωστικός. ΣΥΝΘ. αναγνώστης, καρδιογνώστης, προγνώστης, φιλαναγνώστης αρχ. διαγνώστης,… …
8ĝen-2, ĝenǝ-, ĝnē-, ĝnō- — ĝen 2, ĝenǝ , ĝnē , ĝnō English meaning: to know Deutsche Übersetzung: “erkennen, kennen” Note: for the avoidance of the homonyms 1. ĝen are often used with various with ĝnōverbal forms. Material: O.Ind. jünü mi “I… …