γνωμο-λογία
1κρισιολογία — κρισιολογία, ἡ (Α) δικαστική διαδικασία, δίκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίσις + λογία (< λογῶ < λόγος < λέγω), πρβλ. γνωμο λογία, δοξο λογία] …
1κρισιολογία — κρισιολογία, ἡ (Α) δικαστική διαδικασία, δίκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίσις + λογία (< λογῶ < λόγος < λέγω), πρβλ. γνωμο λογία, δοξο λογία] …