γνωμολογίᾳ
1γνωμολογία — γνωμολογίᾱ , γνωμολογία sententious style fem nom/voc/acc dual γνωμολογίᾱ , γνωμολογία sententious style fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2γνωμολογίᾳ — γνωμολογίαι , γνωμολογία sententious style fem nom/voc pl γνωμολογίᾱͅ , γνωμολογία sententious style fem dat sg (attic doric aeolic) …
3γνωμολογία — η (AM γνωμολογία) 1. συλλογή γνωμικών 2. λόγος με πολλά γνωμικά …
4γνωμολογίας — γνωμολογίᾱς , γνωμολογία sententious style fem acc pl γνωμολογίᾱς , γνωμολογία sententious style fem gen sg (attic doric aeolic) …
5γνωμολογίαι — γνωμολογία sententious style fem nom/voc pl γνωμολογίᾱͅ , γνωμολογία sententious style fem dat sg (attic doric aeolic) …
6γνωμολογίαν — γνωμολογίᾱν , γνωμολογία sententious style fem acc sg (attic doric aeolic) …
7γνωμολογίαις — γνωμολογία sententious style fem dat pl …
8γνωμολογίη — γνωμολογία sententious style fem nom/voc sg (epic ionic) …
9GNOME — Graece Γνώμη, Lat. Sementia Plurarch. ἀπ´φα???ις est καθολικὴ, περὶ τῶ κατα τὸν βίον, λόγῳ ???υντόμῳ, dictum generale et breve de re ad vitam pertinente. Quae cum personae alicui accommodarur, Νόημα, cum auctor additur, Χρεία dicitur. Illarum… …
10-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …
- 1
- 2