γναφ

  • 1θρύαλλον — θρύαλλον, τὸ (Α) βροχή πυκνής στάχτης και φωτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρύον + αλλον (πρβλ. γνάφ αλλον) ή < θρυαλλίς, με υποχωρητικό σχηματισμό] …

    Dictionary of Greek

  • 2περιτρόχαλος — ον, ΜΑ φρ. α) «περιτρόχαλος κουρά» κούρεμα τών μαλλιών γύρω γύρω στο κάτω μέρος τους β) «περιτρόχαλα κείρεσθαι» το να κόβει κανείς τα μαλλιά του γύρω γύρω στο κάτω μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περίτροχος + επίθημα αλος (πρβλ. γνάφ αλος)] …

    Dictionary of Greek