γνίφων
1Γνίφων — Γνίφων, ο (Α) φιλάργυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. Γνίφων πιθ. < Κνίφων, ανθρωπωνύμιο παρωνύμιο (πρβλ. γναφεύς κναφεύς, γνάπτω κνάπτω) < κνιπός «φιλάργυρος» (πρβλ. κνίψ, κνιπός), ενώ κατ άλλους πρόκειται για αρχικό τ. που ανάγεται σε ρίζα *gn bh και… …
2Γνίφων — niggard masc nom/voc sg …
3Γνίφωνα — Γνίφων niggard masc acc sg …
4Γνίφωνας — Γνίφων niggard masc acc pl …
5Γνίφωνες — Γνίφων niggard masc nom/voc pl …
6Γνίφωνος — Γνίφων niggard masc gen sg …
7σύνταγμα — (Νομ.). Η λέξη Σ. έχει δύο έννοιες: την ουσιαστική, που αναφέρεται στο περιεχόμενο του συντάγματος και την τυπική, που αφορά την εξωτερική μορφή του, το κείμενο. Κατά την ουσιαστική έννοια, Σ. είναι το σύνολο των κανόνων (νομικών), οι οποίοι από… …
8Αντώνιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Άγκυρα. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο, μαζί με τους γονείς του Μελάνιππο και Κασίνα, επί Ιουλιανού του Παραβάτη. Η μνήμη του τιμάται στις 7 Νοεμβρίου. 2. Λιθοτόμος. Τον σκότωσε o… …
9gen- — gen English meaning: to pinch, pluck, press, etc.. Deutsche Übersetzung: as basis for extensions der meaning “zusammendrũcken, kneifen, zusammenknicken; Zusammengedrũcktes, Geballtes” Note: (Persson Beitr. 88 f.); therefrom are… …