γλῠκώνειος
1γλυκώνειος — α, ο (Μ γλυκώνειος, εία, ειον) [Γλύκων] 1. αυτός που επινοήθηκε από τον Γλύκωνα 2. «γλυκώνειος στίχος» στίχος που αποτελείται από τέσσερεις πόδες, τρείς τροχαίους και ένα δάκτυλο 3. «γλυκώνειον μέτρον» μέτρο που αποτελείται από γλυκώνειους… …
2Γλυκωνείων — Γλυκώνειος fem gen pl Γλυκώνειος masc/neut gen pl …
3Γλυκώνειον — Γλυκώνειος masc acc sg Γλυκώνειος neut nom/voc/acc sg …
4Γλυκωνείου — Γλυκώνειος masc/neut gen sg …
5Γλυκώνεια — Γλυκώνειος neut nom/voc/acc pl …
6γλυκωνικός — ή, ό ο γλυκώνειος* …
7γλύκων — I (2ος αι. μ.Χ.). Αθηναίος γλύπτης. Ως καλλιτέχνης εντάσσεται στους νεοαττικούς. Στο μουσείο της Νάπολης της Ιταλίας υπάρχει άγαλμα γνωστό με τον χαρακτηρισμό Ηρακλής του Φαρνέζε, που βρέθηκε στις θέρμες του Καρακάλλα, και το οποίο έχει επιγραφή… …